Τίθεται κατά καιρούς από αρθογράφους εφημερίδων, συγγραφείς βιβλίων, αλλά και πολιτικούς, το ερώτημα εάν πράγματι στην χώρα μας την Ελλάδα, αλλά και στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Ευρώπης, όπως και στις ΗΠΑ, ο ιδεολογικός διαχωρισμός Αριστεράς - Δεξιάς έχει πραγματική πολιτική υπόσταση. Η συζήτηση αυτή άρχισε μετά το 1989, όταν πραγματοποιήθηκε η κατάρρευση της «μητρόπολης» του υπαρκτού σοσιαλισμού Σοβιετικής Ένωσης και των υπολοίπων χωρών του ανατολικού μπλοκ. Κατά την προσωπική μου άποψη ο διαχωρισμός έχει ουσιαστικό πολιτικο-ιδεολογικο περιεχόμενο, και δεν είναι μια κενού περιεχομένου άποψη, εκτός σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Έτσι η πολιτικο-ιδεολογική αντιπαράθεση στην Ελλάδα σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αλλά και ως ένα βαθμό στης ΗΠΑ, αφορά αντιπαράθεση ιδεών, θέσεων, απόψεων που αφορούν εκτός από την πολιτική στα στενά της όρια, τις ίδιες τις δομές της κοινωνία κάθε χώρας, όπως επίσης την οργάνωση και λειτουργία της οικονομικής δραστηριότητας.
Προσωπικά πιστεύω ότι η μόνη ιδεολογία που μπορεί να βοηθήσει την κοινωνική πρόοδο και την ανάπτυξη της χώρας μας, είναι αυτή της Εθνικής Λαϊκής Δεξιάς που, με το συνδυασμό εθνικού και κοινωνικού περιεχόμενου, μπορεί να δώσει τις κατάλληλες λύσεις. Η ελληνική Δεξιά, η οποία δεν έχει καμία σχέση με νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις, αντιδημοκρατικά καθεστώτα και πρακτικές και από το 1974 έως σήμερα δεν είχε μια ουσιαστική πολιτική εκπροσώπηση στην πατρίδα μας, έχει αφήσει έντονα τα ιστορικά και πνευματικά της «σημάδια». Είναι η παράταξη εκείνη που γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1916, υπερασπιζόμενη την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία της Ελλάδας από την αγγλο-γαλλική εισβολή της βενιζελικής πραξικοπηματικής αυθαιρεσίας, που έφτασε τον Ελληνικό Στρατό κατά την Μικρασιατική εκστρατεία μέχρι το Σαγγάριο, που έγραψε το έπος του 1940-41 στα βουνά της Βόρειας Ηπείρου απέναντι στο ιταλικό επεκτατισμό, δημιούργησε τον «θρύλο» της μάχης των οχυρών Ρούπελ κατά την γερμανική εισβολή τον Απρίλιο του 1941, πολέμησε τον Άξονα κατά την τριπλή εχθρική κατοχή 1941-44 με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις οργανώσεις της πραγματικής Εθνικής Αντίστασης ΕΔΕΣ, «Χ», ΠΑΟ, 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, ΠΕΑΝ των αειμνήστων Ναπολέοντα Ζέρβα, Γεωργίου Γρίβα-Διγενή, Αντωνίου Φωστερίδη, Δημητρίου Ψαρρού και Κώστα Περρικού αντίστοιχα.
Η παράταξη αυτή που μετά την απελευθέρωση από τους κατακτητές τον Δεκέμβριο του 1944 κράτησε όρθια την Αθήνα και γενικότερα την χώρα μας από τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, με τις μεγαλειώδες νίκες στα βουνά του Γράμμου-Βίτσι τον Αύγουστο του 1949 απέτρεψε την υποταγή της χώρας μας στο σταλινικό παραπέτασμα και την αποκοπή της Μακεδονίας και της Θράκης από τον εθνικό κορμό όπως επιδίωκε το ΚΚΕ με την προδοτική απόφαση της 5ης Ολομέλειας του τον Ιανουάριο του 1949, ίδρυσε την ΕΟΚΑ τον Απρίλιο του 1955 με επικεφαλής τον αείμνηστο Γεώργιο Γρίβα-Διγενή, συμβάλλοντας καθοριστικά στην απελευθέρωση της μαρτυρικής μεγαλονήσου Κύπρου από τον βάρβαρο αγγλικό ζυγό και πρωτοστάτησε στον αγώνα για την ένωση της Κύπρου με την μητέρα πατρίδα Ελλάδα.
Αλλά και στον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών η ελληνική Δεξιά ανέδειξε μια σειρά σημαντικών προσωπικοτήτων που σφράγισαν με την παρουσία τους την πνευματική ζωή του τόπου. Προσωπικότητες όπως του Ίωνος Δραγούμη, του Νίκου Εγγονόπουλου, του Κωστή Παλαμά, της Κατίνας Παξινού, του Μιχάλη Καραγάτση, του Οδυσσέα Ελύτη, του Στρατή Μυριβήλη, του Μάνου Χατζηδάκη μας έκαναν υπερήφανους ως Έλληνες και δόξασαν το όνομα της Ελλάδος στα πέρατα της Οικουμένης.
Στο σημερινό πολιτικό, κοινωνικό, και οικονομικό γίγνεσθαι οι φορείς και τα πρόσωπα της ελληνικής Δεξιάς, οφείλουν όχι μόνο να τονίσουν την μεγάλη της προσφορά στον τόπο, αλλά και να αποκρούσουν το ψευτο-ιδεολόγημα του τέλους των ιδεολογιών και της ανυπαρξίας του ιδεολογικού διαχωρισμού Αριστεράς-Δεξιάς. Γιατί ο διαχωρισμός αυτός δεν αφορά μια απλή τοπογραφική τοποθέτηση στα έδρανα ενός κοινοβουλίου, όπως συνέβη κατά την Γαλλική Επανάσταση, τον Σεπτέμβριο του 1789, όταν οι βουλευτές του γαλλικού κοινοβουλίου, κατέλαβαν τις αντίστοιχες θέσεις θέλοντας να αναδείξουν τις πολιτικές τους διαφορές, αλλά μια υπαρκτή πολιτικο-ιδεολογική διαφοροποίηση.
Έτσι για παράδειγμα η Δεξιά πιστεύει στην έννοια του Έθνους και ότι προσδιορίζει αυτό: Θρησκεία, Γλώσσα, Πολιτισμός και βάζει σε πρώτη προτεραιότητα την υπεράσπιση εθνικών κεκτημένων, όπως η προάσπιση του ονόματος της Μακεδονίας μας από την σκοπιανή επιβουλή, απόκρουση της τουρκικής επιθετικότητας σε Αιγαίο, Θράκη και Κύπρο, προστασία των ελληνικών μειονοτήτων σε Βόρεια Ήπειρο, Σκόπια, Ανατολική Ρωμυλία, Κωνσταντινούπολη και Πόντο. Αντίθετα η Αριστερά υποστηρίζει ότι όλα τα παραπάνω είναι «εθνικισμός» που με βάση τα όσα πιστεύουν δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική έννοια του, αφού τον ταυτίζουν με τον σοβινισμό που σημαίνει μίσος για άλλες πατρίδες και επεκτατικά σχέδια, ενώ ο εθνικισμός υποστηρίζει την προάσπιση των εθνικών κεκτημένων που προαναφέρθηκαν και το υψηλό εθνικό φρόνημα. Επίσης η Αριστερά θεωρεί την προτεραιότητα που πρέπει να έχουν η υπεράσπιση των εθνικών ιστορικών αρχών και της απόκρουσης των προκλήσεων από γειτονικούς λαούς, ως «προγονολατρεία» και «πατριδοκαπηλία», απορρίπτει την Ορθόδοξη θρησκεία, ζητώντας διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας, διαπνεομένη από το δόγμα του ιδεολογικού πατέρα της Μαρξ: «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού».
Η Δεξιά είναι αυτή που πιστεύει ότι θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για την αποτροπή της εγκληματικότητας, όπως είναι οι περιπολίες αστυνομικών δυνάμεων στους δρόμους των περιοχών της χώρας, αντιτίθεται στους αποκλεισμούς οδικών κόμβων που φέρνουν σε αντιπαράθεση κοινωνικές ομάδες, θεωρεί ότι οι συνεχείς στείρες διαδηλώσεις που υποτίθεται γίνονται με στόχο την προάσπιση κοινωνικών κεκτημένων, δεν θα πρέπει να παραλύουν την οικονομική και κοινωνική δραστηριοτήτων, και πως η Ελλάδα θα πρέπει να ακολουθήσει μια ορθολογιστική μεταναστευτική πολιτική δεχόμενη μέσα από διακρατικές συμφωνίες όσους μετανάστες χρειάζεται, διαφυλάττοντας παράλληλα τα θαλάσσια και χερσαία σύνορα της από είσοδο λαθρομεταναστών, προκειμένου η χώρα μας να μην γίνει «ξέφραγο αμπέλι» και διαταραχθεί η δημόσια ασφάλεια και τάξη, η εθνική μας ομοιογένεια και ο κοινωνικός ιστός. Ακόμα η Δεξιά υποστηρίζει ότι το πανεπιστημιακό άσυλο είναι άσυλο ιδεών και όχι ορμητήριο εγκληματικών εξτρεμιστικών στοιχείων προκειμένου να προβούν σε έκνομες πράξεις κατά του ίδιου του πανεπιστημίου, στις οποίες θα πρέπει να επεμβαίνει η αστυνομία με βάση τον σχετικό νόμο και τις σχετικές εισαγγελικές εντολές. Θεωρεί επίσης η Δεξιά ότι η κατάληψη ιδιωτικών αλλά κυρίως δημοσίων κτηρίων, όπως σχολεία και πανεπιστήμια, προσβάλει τον Έλληνα φορολογούμενο που μέσω των φορολογικών δηλώσεων, δίνει κάθε χρόνο τεράστια ποσά για την συντήρηση τους, είναι μια έκνομη πράξη, που προσβάλει την ελευθερία και την προσωπικότητα του ατόμου που πρέπει να τιμωρείται από τον νόμο.
Η Αριστερά από την πλευρά της υποστηρίζει ότι αυτονόητα μέτρα για την πάταξη της εγκληματικότητας είναι «καταστολή» που περιορίζουν τις δημοκρατικές και λαϊκές ελευθερίες, υποστηρίζει τους απαράδεκτους αποκλεισμούς οδικών κόμβων, για το θέμα της μετανάστευσης υπεραμύνεται και ενθαρρύνει την παράνομη μετανάστευση με την θέση ότι όλοι οι λαθρομετανάστες πρέπει να νομιμοποιηθούν και να γίνουν Έλληνες, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που έχουν ήδη προκληθεί για την χώρα μας, με αύξηση της εγκληματικότητας, της ανεργίας, αλλοίωσης της εθνικής ομοιογενείας και του κοινωνικού ιστού, γεγονότα που θα λάβουν διαστάσεις εάν στο άμεσο μέλλον δεν ληφθούν μέτρα. Όσον αφορά τις καταλήψεις η Αριστερά υποστηρίζει ότι στο «όνομα» του πανεπιστημιακού άσυλου όλα επιτρέπονται: καταλήψεις, τραμπουκισμοί, κτίσιμο γραφείων καθηγητών και άλλες έκνομες πράξεις, και ότι η κάθε επέμβαση της Αστυνομίας ή ακόμα και θέσπιση ειδικού σώματος Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, αποτελεί παραβίαση του ασύλου, άποψη παρόμοια την οποία εκφράζει και για τις απαράδεκτες καταλήψεις στα σχολεία. Άλλωστε η Αριστερά στο παρελθόν αποτέλεσε πολιτικό «εκτροφείο» τρομοκρατικών εγκληματικών οργανώσεων όπως η ΟΠΛΑ κατά τον συμμοριτοπόλεμο 1946-49 που το 1947 δολοφόνησε ακόμα και προσωπικότητες του Κέντρου όπως ο υπουργός Χρήστος Λαδάς, στην μεταπολίτευση η 17Ν, που μετά την σύλληψη μελών της το 2002 αποκαλύφθηκε ότι ανήκουν στον χώρο της Αριστεράς, ο Επαναστατικός Αγώνας που συνεχίζει και σήμερα την δράση του, και φυσικά τα γνωστά εγκληματικά στοιχειά, οι αποκαλούμενοι αντιεξουσιαστές ή αλλιώς αναρχικοί που είναι γνωστό ότι υποστηρίζονται από το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Στον οικονομικό τομέα η Δεξιά είναι υπέρ της ελεύθερης οικονομίας με κανόνες που θα εξασφαλίζουν το θεμιτό κέρδος, προστατεύουν τα δικαιώματα των εργαζόμενων, επιτρέπουν την δημιουργία ξένων επενδύσεων, με βασικό στόχο την καταπολέμηση της ανεργίας. Παράλληλα απορρίπτει το μοντέλο του κράτους-επιχειρηματία, χωρίς όμως να παραγνωρίζει τον εξισορροπητικό ρόλο του, με αναγκαίες αποκρατικοποιήσεις εκεί που χρειάζεται έτσι ώστε ο Έλληνας φορολογούμενος να μην ενισχύει ζημιογόνες κρατικές επιχειρήσεις κομματικών εγκαθέτων που μάλιστα δημιουργούν ελλείμματα στην ελληνική οικονομία. Από την δική της σκοπιά η Αριστερά θεωρεί εχθρό την ιδιωτική πρωτοβουλία, ταυτίζοντας την ελεύθερη οικονομία με την ασυδοσία της αγοράς και τα καρτέλ, απορρίπτει δογματικά την παρουσία επιχειρηματικής πρωτοβουλίας σε Παιδεία, Υγεία και Τηλεπικοινωνίες και σε άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, υποστηρίζοντας το μοντέλο της κλειστής κρατικής οικονομίας που τα πάντα πρέπει να είναι δημόσια, προωθεί το μοντέλο του κράτους-επιχειρηματία, το οποίο στην χώρα μας απέτυχε παταγωδώς από την μεταπολίτευση έως σήμερα, και απορρίπτει ακόμα και την σύννομη επιχειρηματική δραστηριότητα.
Με βάση τα παραπάνω ο ΛΑ.Ο.Σ., το κόμμα που εκφράζει ουσιαστικά και μέσα στο κοινοβουλευτικό τόξο τον πατριωτικό χώρο, εκτός από το θέμα της οικονομικής κρίσης που πράγματι απαιτεί μια ευρεία διακομματική συναίνεση, θα πρέπει να αποφύγει κάθε συνεργασία και ταύτιση με τα άλλα τέσσερα κόμματα του πολιτικού κατεστημένου (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ), βάζοντας στόχο την αυτόνομη κάθοδο και άνοδο στην εξουσία, χωρίς καμία συνεργασία, είτε εκλογική, είτε μετεκλογική με τα άλλα κόμματα, υιοθετώντας την ιδεολογία της Εθνικής Λαϊκής Δεξιάς, έτσι ώστε όχι μόνο να βελτιώσει τα εκλογικά του ποσοστά αλλά και να υπάρξουν καλύτερες προοπτικές για την Ελλάδα.