Η Ριζοσπαστική Δεξιά και το Πατριωτικό Κίνημα

  • Δημοσιεύτηκε: 09 Φεβρουάριος 2009

    Ακούγεται συχνά στην εποχή μας ότι οι όροι «Δεξιά» και «Αριστερά» δεν έχουν πια καμμία σημασία, ότι έμειναν κενές περιεχομένου, ότι έχουν γίνει πλέον ασαφή τα διαχωριστικά όριά τους, ότι εν πάση περιπτώσει η επίκλησή τους από τους υποστηρικτές της χρήσης τους αποσκοπεί απλώς και μόνο στην ποδηγέτηση του λαού, την διάσπασή του σε αντίπαλες πολιτικές ομάδες για την πιο εύκολη επιβολή της εξουσίας σ' αυτόν. «Διαίρει και βασίλευε» δηλαδή.

    Το σίγουρο είναι ότι, όπως τονίζει και στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του ο Χρήστος Χαρίτος, μετά την επικράτηση της Γαλλικής Επαναστάσεως, όταν και δημιουργήθηκαν αυτοί οι όροι, αναλόγως με το σε ποιά σημεία της Βουλής κάθονταν οι βουλευτές υποστηρικτές της Μοναρχίας και οι Ριζοσπάστες, σήμερα το ερώτημα δεν είναι πού κάθονται πια οι βουλευτές, αλλά το τί είδους αποφάσεις λαμβάνουν επί των διαφόρων πολιτικών διλημμάτων και τί είδους ιδεολογική αφετηρία έχουν οι αποφάσεις τους αυτές.

    Υπό την έποψη αυτή, ο διαχωρισμός των πολιτών σε «δεξιούς» και «αριστερούς» μόνο χωρίς ουσία δεν είναι, αφού στη χρονική διάρκεια από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι τις ημέρες μας, και σε όλες τις χώρες του κόσμου, επικράτησε η Δεξιά να στηρίζει τις εθνικές αξίες, ενώ η Αριστερά τις διεθνιστικές αξίες. Βεβαίως, σ' αυτά τα 200 και πλέον χρόνια της πολιτικής ιστορίας των δύο αυτών όρων, χρειάστηκε πολλές φορές, είτε σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής είτε υπό την επίδραση ιστορικών γεγονότων, και οι δύο πλευρές να βάλουν αρκετό νερό στο κρασί τους.

    Είδαμε έτσι την κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση να καλεί τους υπηκόους της, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την εισβολή των Γερμανών Εθνικοσοσιαλιστών, να πολεμήσουν στο όνομα της πατρίδας Ρωσίας! Ακόμη, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα με ηγεσία σαφέστατα αριστερή (π.χ. Κούρδοι, Παλαιστίνοι κ.α.) έχουν αφήσει στην άκρη τα περί προλεταριακής αλληλεγγύης και αγωνίζονται χρόνια τώρα πιστά προς το έθνος και την πατρίδα τους.

    Από την άλλη μεριά, δεξιές κυβερνήσεις υιοθετούν άκριτα και εφαρμόζουν στην πράξη, κυρίως σε θέματα πολιτισμού και παιδείας, ιδεολογικές αρχές της Αριστεράς, εμφανιζόμενες έτσι ανακόλουθες προς την παγιωμένη στο λαό αντίληψη περί των θέσεων και των αρχών τους. Το παράδειγμα της χώρας μας είναι χαρακτηριστικό, όπου ο ίδιος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μίας δεξιάς (βάλτε εισαγωγικά, αν θέλετε) κυβέρνησης προερχόταν από την Αριστερά (με τις όποιες συνέπειες είχε αυτό γεγονός), όπου η πρώην Υπουργός Παιδείας της παρέδωσε στην κυριολεξία τα σχολικά εγχειρίδια στο πιο διεθνιστικό και αντεθνικό κομμάτι της Αριστεράς και όπου ο Υπουργός Εσωτερικών διαγκωνίζεται με την Αριστερά και υπερθεματίζει σε «ανθρωπισμό» απέναντί της στο θέμα της παράνομης εισόδου και διαμονής των λαθρομεταναστών στην πατρίδα μας!

    Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πάρα πολλά παραδείγματα και από πολλές χώρες του κόσμου, αλλά δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα κάτι τέτοιο. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι όλα αυτά έχουν δημιουργήσει στις μέρες μας μία σύγχυση στο λαό, με αποτέλεσμα πράγματι τα όρια μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς να είναι πλέον αρκετά δυσδιάκριτα. Προσοχή, όμως. Αυτό δεν σημαίνει σε καμμία περίπτωση ότι αυτά τα όρια δεν υπάρχουν πια ως καθοριστικά πλαίσια αφετηρίας των πολιτικών επιλογών μας ή, τουλάχιστον, κάτι τέτοιο θα έπρεπε να ισχύει.

    Σήμερα καλούμαστε να απαντήσουμε ως πολίτες, αν επιθυμούμε την κατάργηση της εθνικής ταυτότητάς μας, την απάρνηση των παραδόσεών μας, την απαξίωση του πολιτισμού μας και την αποδοχή μίας κοινής ταυτότητας, το ξεκίνημα από ένα νέο σημείο μηδέν και την υιοθέτηση νέων πολιτισμικών προτύπων. Ουσιαστικά έχουμε να αντιμετωπίσουμε μία προσπάθεια επιβολής μίας νέας τάξεως πραγμάτων από αυτούς που εξουσιάζουν τη μοναδική πλέον υπερδύναμη του πλανήτη. Καλούμαστε λοιπόν ως πολίτες να επιλέξουμε την ιδεολογία που θα μας βοηθήσει να πετύχουμε αυτό που πιστεύουμε ως συμφερότερο ατομικά και συλλογικά.

    Ο Χρήστος Χαρίτος υποστηρίζει ότι η απάντηση στην κυριαρχία της νεοταξικής Αριστεράς που δυναστεύει ουσιαστικά τη χώρα μας δρώντας ως δούρειος ίππος της παγκοσμιοποιητικής επιβουλής, μπορεί να δοθεί μόνον από μία Ριζοσπαστική Δεξιά, δηλαδή από μία παράταξη προσηλωμένη «στον πατριωτισμό και τον χριστιανικό ουμανισμό σε συνάφεια με τον ορθό λόγο της αρχαιοελληνικής σκέψεως».

    Κατ' αρχήν θεωρώ πολύ σημαντικό το ότι ο συγγραφέας προτιμά να προσδιορίσει επιθετικά τα αντίπαλα μέρη, τόσο την Δεξιά όσο και την Αριστερά. Η Δεξιά χαρακτηρίζεται ως «ριζοσπαστική», ενώ η Αριστερά ως «νεοταξική». Αυτό το αντιλαμβάνομαι ως εξής: Υπάρχει μία συγκεκριμένη μορφή της Δεξιάς η οποία έχει ως αποστολή της να σηκώσει το φορτίο της υπεράσπισης των εθνικών αξιών, της παράδοσης και του πολιτισμού μας. Αυτή η Δεξιά δεν έχει σχέση με την «Δεξιά» που έχει ασπαστεί τις φιλελεύθερες αντιλήψεις, που έχει ουσιαστικά οδηγηθεί στην υπεράσπιση και προώθηση μίας παγκόσμιας διεθνούς κοινωνίας. Από την άλλη, ο εχθρός μιας τέτοιας Δεξιάς είναι η νεοταξική «Αριστερά», δηλαδή αυτή ακριβώς η μορφή της Αριστεράς που έχει υποστεί μία αντίστοιχη μετάλλαξη υποστηρίζοντας και προωθώντας την ίδια παγκόσμια διεθνή κοινωνία. Αφήνει όμως ο συγγραφέας να διαχέεται η υπόνοια ότι υπάρχει και ένα άλλο κομμάτι της Αριστεράς, με το οποίο ίσως χωρά κάποια συζήτηση.

    Κάτι τέτοιο, βεβαίως, δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου διαβάζοντας το βιβλίο του Χρήστου Χαρίτου, με εξαίρεση τον επίλογό του, στο σημείο που αναφέρεται στην προοπτική του κόμματος του ΛΑ.Ο.Σ., λέγοντας τα εξής: «Ο ΛΑ.Ο.Σ. τοποθετείται στα δεξιά της ΝΔ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ένα κόμμα που θα έπρεπε να εκφράσει αποκλειστικά την Δεξιά. Όλα τα κόμματα εκφράζουν και ευρύτερες δυνάμεις από τον ιδεολογικό και ιστορικό τους πυρήνα, δεν θα είμαστε εμείς η εξαίρεση. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι τα κόμματα οφείλουν να έχουν ιδεολογική ταυτότητα, ιστορικές ρίζες και το πρόγραμμά τους να αγκαλιάζει όσο το δυνατόν περισσότερους πολίτες. Γι' αυτούς τους λόγους πιστεύω ότι θα πρέπει να ενδιαφέρει τον ΛΑ.Ο.Σ. η εκπροσώπηση τής Ελληνικής Δεξιάς, αλλά και η σύνδεσή της με ευρύτερα τμήματα του Ελληνικού Λαού που δεν έλκουν την καταγωγή τους από αυτήν, σε μία πατριωτική κατεύθυνση».

    Αυτό όμως δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σφριγηλό συνειδητοποιημένο Πατριωτικό Κίνημα. Το οποίο, λογικό είναι να αντλεί τις καταβολές του και τις δομικές αξίες του από την παράταξη που τις υπερασπίστηκε ιστορικά και διαχρονικά, από την Δεξιά δηλαδή, αλλά δεν είναι δυνατόν, ακριβώς επειδή είναι πατριωτικό, να αποκλείσει από τις τάξεις του οργανικά μέλη του λαού, με άλλες πολιτικές καταβολές. Το πώς συνειδητοποιεί κάθε λαός τον πατριωτισμό, το πώς περνάει δηλαδή από το ένστικτο στη συνείδηση μετατρέποντάς τον σε εθνικισμό, είναι απότοκο της παιδείας του, του πολιτισμού του, των παραδόσεών του, του με ποιόν τρόπο δηλαδή αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Αυτά τα κριτήρια και αυτές τις αξίες έχει υποχρέωση να αναδείξει ένα Πατριωτικό Κίνημα στη χώρα μας και σίγουρα ο ρόλος που έχουν να διαδραματίσουν προς την κατεύθυνση αυτή παρεμβάσεις όπως αυτή που διατυπώνεται μέσω του βιβλίου του Χρήστου Χαρίτου είναι πάρα πολύ σημαντικός.

    Θεωρώ ότι με το βιβλίο αυτό ανοίγει ένας πολύ σημαντικός διάλογος για το μέλλον και τις προοπτικές του Πατριωτικού Κινήματος στην Ελλάδα. Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση για την επιτυχία ενός τέτοιου διαλόγου είναι αυτός να είναι καλοπροαίρετος και χωρίς πρόθεση επιβολής διχαστικών προτύπων και όρων. Η υπεράσπιση των πατριωτικών αξιών θα ήταν ολέθριο να καλουπωθεί σε στεγανά στερεότυπα. Αυτό εξάλλου προκύπτει και από την ελπίδα που διατυπώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στον επίλογό του λέγοντας: «Η πολιτική υπερβαίνει τις κατά τόπους συγκυρίες. Πρέπει να ακουμπά σε στέρεες ιδεολογικές Αρχές και να επεξεργάζεται μακροπρόθεσμες στρατηγικές. Αυτή η σκέψη και αυτή η στρατηγική θα έπρεπε να αφορά το πατριωτικό κίνημα στο σύνολό του».

    Πράγματι, έτσι θα έπρεπε να συμβαίνει και ελπίζω με τη σειρά μου το βιβλίο του συναγωνιστή και φίλου Χρήστου Χαρίτου να συντελέσει αποφασιστικά σε αυτό. Καλοτάξιδο Χρήστο το βιβλίο σου, σας ευχαριστώ για την υπομονή σας.


    Το άρθρο αποτελεί την ομιλία του Γιάννη Κουριαννίδη στην παρουσίαση του βιβλίου «Ριζοσπαστική Δεξιά» του Χρήστου Χαρίτου στην Θεσσαλονίκη στις 2 Φεβρουαρίου 2009.