Είμαστε παντού. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τα όσα είδα και άκουσα τον τελευταίο χρόνο. Παντού εθνικιστές, πατριώτες, φασίστες, χουντικοί, χρυσαυγίτες (οι περισσότεροι), όπως θέλετε ονομάστε το. Γιόμισε ο τόπος από δαύτους. Σε ορισμένα χωριά, εάν μαζευόντουσαν άνετα θα μπορούσαν να κάνουν τοπικές οργανώσεις που θα ξεπερνούσαν σε αριθμητική δύναμη τις κεντρικές οργανώσεις κομμάτων της Βουλής στην Αθήνα. Δεν κάνω πλάκα. Απ' ότι φαίνεται, είμαστε χιλιάδες, είμαστε παντού και όλα τα υπόλοιπα.
Και «so fucking what?» που λένε και οι Αγγλοσάξονες. Θα απαντήσει ο οιοσδήποτε ότι πλέον επηρεάζουμε ή μάλλον για να το θέσουμε πιο σωστά η Χρυσή Αυγή κατά κύριο λόγο και οι υπόλοιποι φορείς του εθνικιστικού χώρου σε μικρότερο ποσοστό επηρεάζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού και ασκούν πίεση στο πολιτικό σύστημα. Όντως, η πολιτική κατάσταση είναι καλύτερη για το εθνικιστικό κίνημα στην χώρα μας απ' ότι ήταν οποτεδήποτε, καθώς αυτό διαθέτει τεράστια δυναμική όσον αφορά στους αριθμούς.
Μόνο ένα πρόβλημα υπάρχει, με όλον αυτόν τον κόσμο, αλλά και αυτούς που αποτελούν τα «στελέχη» του Εθνικιστικού κινήματος στην χώρα μας. Ο καθένας, χρησιμοποιώντας όποιον όρο χρησιμοποιεί, εννοεί κάτι ολότελα δικό του, που υπάρχει κατά κύριο λόγο διαμορφωμένο μόνο στο δικό του μυαλό και συμπίπτει κυρίως συνθηματολογικά με ό,τι εννοεί κάποιος άλλος στο μυαλό του.
Το παραπάνω είναι ένα σαφές αποτέλεσμα της έλλειψης μίας πολιτικής παράδοσης και της δημιουργίας μίας «ταυτότητας» του κινήματος στην χώρα μας. Είναι επιπλέον σαφές αποτέλεσμα του συναισθηματικού εθνικισμού που καλλιεργήθηκε επί χρόνια και ο οποίος δεν έλαβε ποτέ συγκεκριμένη μορφή, προκειμένου να εξυπηρετεί τις πολιτικές σκοπιμότητες των ενίοτε ταγών του.
Η λέξη «φασίστας» έχασε την αρνητική της χροιά στην χώρα μας, λόγω υπερβολικής χρήσης της από την Αριστερά. Κινδυνεύουμε η λέξη «εθνικιστής» να χάσει το θετικό της για εμάς πρόσημο, λόγω της υπερβολικής χρήσης της.
Οι ταυτιζόμενοι τον τελευταίο καιρό με την λέξη εθνικισμός παρουσιάζουν μία συγκεκριμένη τάση, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια. Αποτελούν άτομα, που προσπαθούν μέσω της υιοθέτησης μίας συλλογικής ταυτότητας να υπερβούν την δική τους ταυτότητα. Πρόκειται για κάτι φυσιολογικό, ενστικτώδες. Όταν όμως αυτή η συλλογική ταυτότητα παραμένει ασαφής, τότε υπάρχει πραγματικά πρόβλημα.
Ο «εθνικισμός» των χιλιάδων νέων συναγωνιστών μας παραμένει μία αντίδραση. Θα έπρεπε υπό κανονικές συνθήκες λόγω της εισροής χιλιάδων ανθρώπων στο «κίνημα» να βλέπει κανείς μία πρωτοφανή άνθιση στον πολιτικό λόγο. Ένα μικρό ποσοστό αυτών να δραστηριοποιούνταν, θα έπρεπε να γίνεται χαμός.
Παρόλα αυτά, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Τα ίδια μοτίβα επαναλαμβάνονται, οι ίδιες ασάφειες, οι ίδιοι συναισθηματισμοί, επικαλυπτόμενοι με μία ορδή απειλών προς το πολιτικό κατεστημένο. Εκτόνωση απλά.