«Κακία δʼ εστί του μεν λογιστικού η αφροσύνη, του δε θυμοειδούς η τε οργιλότης και η δειλία, του δε επιθυμητικού η τε ακολασία και η ακράτεια, όλης δε της ψυχής η τε αδικία και ανελευθεριότης και μικροψυχία»
Αριστοτέλης, «Περί Αρετών και Κακιών», 1250a
Αδικία, ανελευθερία και μικροψυχία μαστίζουν την ψυχή. Ακολασία και έλλειψη μέτρου ανεμοδέρνουν την βούληση. Δειλία και άκαιρος θυμός μανιάζουν μέσα στα ένστικτα. Ο νους κατατρώγεται από την αφροσύνη. Όλα αυτά είναι απλά μέρος από τις αρρώστιες που χτυπούν το άδειο κέλυφος ψυχής, «καρδιάς» και νου του Κακού. Όταν κυριαρχήσουν σʼ όλα τα επίπεδα, ο άνθρωπος γίνεται Δαίμων - όχι με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Διάβολος σωστός, άθυρμα στα νύχια του πηχτού σκοταδιού, των παρορμήσεών του, του ίδιου του εαυτού. Σε πολιτειακό επίπεδο αναγόμενες οι πληγές που αναφέρθηκαν προηγουμένως συνιστούν τον Αντιδημοκράτη. Τον Τύραννο. Τον αδίστακτο συνωμότη που καταλαμβάνει Εξουσία και Αρχή και καταλύει κάθε μέτρο. Προχωρεί σε ύβριν, σε αλαζονεία. Τοποθετεί εαυτόν στο κέντρο του σύμπαντος κόσμου και αλυσοδένει την κοινωνία με τα δεσμά του, τα δεσμά που πριν απʼ όλους έχουν λυγίσει νου, «καρδιά» και ψυχή του Τυράννου. Ο Τύραννος πριν απʼ όλα και πάνω απʼ όλα περιφρονεί. Αν ερωτηθεί για τους πολίτες θα απαντήσει αυτάρεσκα πως δεν ασχολείται «με την κάθε κυρά-Μαρία, Κατίνα και τον οποιονδήποτε Μπάμπη». Πως νʼ ασχοληθεί μʼ αυτούς; Αφού δεν αγαπά. Ποθεί την δύναμη που του χαρίζει η εργασία και η προσπάθεια όλων των πολιτών μαζί (που πάντα θα θεωρεί υπηκόους). Τους υπηκόους όμως τους σιχαίνεται. Σχεδόν ποτέ δεν θα αντικρίσει κάποιος τον Τύραννο στις λύπες, στις χαρές και στην Ανάγκη των πολιτών να συμπάσχει ή να παίρνει μέρος στα απλά, χαρμόσυνα γιορτάσια. Όταν το κάνει (επειδή η Ανάγκη της διαιώνισης της τυραννίδας του το επιβάλλει) το χαμόγελό του θα μοιάζει γυάλινο, ψεύτικο, πλαστό. Η χειραψία αμήχανη και η απόσταση από τον λαό θα φαίνεται στο βλέμμα.
Όταν η τυραννίδα και το Άγος του σέρνουν την Πόλη στο βυθό, εκείνος θα μεταθέσει την ευθύνη όχι στον εαυτό του αλλά στους άμοιρους πολίτες. «Ας πρόσεχαν», είναι η αναμενόμενη επωδός από το στόμα ενός Τυράννου όταν ερωτηθεί για τα άλγη της κοινωνίας - είτε κοινωνικά, είτε πολιτικά, εθνικά, οικονομικά και χρηματιστηριακά ακόμα... Επίσης, αντί να υψώσει αληθινό ανάστημα απέναντι στα προβλήματα, θα προτιμήσει να κρυφτεί. Ο θείος Ηράκλειτος γνώριζε την φύση του Τυράννου και του χάρισε ένα απόφθεγμα: «βλαξ άνθρωπος επί παντί λόγω επτοήσθαι φιλεί» (Ο βλάκας μπροστά σε κάθε λόγο αγαπά να τρομάζει). Όταν η πατρίδα δέχεται επίθεση από βαρβάρους επιδρομείς θα προσποιείται τον άρρωστο. Όταν θα έχει προδώσει φίλο και σύμμαχο στους ίδιους βαρβάρους, ξανά θα προσποιείται τον άρρωστο. Που να τολμήσει να βγει στην Αγορά να μιλήσει, να νουθετήσει να δράσει; Το σώμα του μεν υγιές (αν και συνήθως καχεκτικό ή άλλες φορές υπέρβαρο), αλλά ψυχή, «καρδιά» και νους - όλα ετοιμόρροπα. Τα κρύβει στο σκοτάδι και σιωπά.
Το μεγάλο πρόβλημα του Τυράννου αρχίζει νʼ αποκαλύπτεται όταν θα έχει σκαρφαλώσει στην κορυφή της εξουσίας. «Ανθρώποις γίνεσθαι οκόσα θέλουσιν ουκ άμεινον» (Για τους ανθρώπους δεν είναι το καλύτερο να γίνονται όσα θέλουν), μας αποκαλύπτει εκ νέου ο αιώνιος έφηβος Ηράκλειτος που φαίνεται να έχουμε λησμονήσει. Από την «κορυφή», ο Τύραννος δεν έχει άλλη οδό νʼ ακολουθήσει παρά την κατηφόρα. Κατρακυλώντας πίσω στην αρχική και νόμιμη θέση του, γίνεται καχύποπτος ακόμα και με τους κόλακές του. Πονηρεύεται βλέποντας χαμόγελα, κούφιους διθυράμβους από τους γλοιώδεις αυλικούς. Αρχίζει να εκβιάζει: «Ή εγώ ή κανείς από εμάς», τους λέει κι εκείνοι πείθονται. Πάντα πείθονται από τις Σειρήνες της εξουσίας. Πάντα περιτριγυρίζουν το φαύλο τραπέζι των μνηστήρων που κατέλαβαν τον Οίκο του Οδυσσέα, περιμένοντας τα ψίχουλα που τους εκσφενδονίζουν οι σφετεριστές.
Άλλο πάγιο χαρακτηριστικό του Τυράννου είναι ο ... «μονόδρομος». Η γνώμη του είναι μονόδρομος. Όλα είναι «μονόδρομος». Επαναλαμβάνει στους πολίτες-υπηκόους πως η ζωή είναι μονόδρομος. Δηλαδή, μία μοναχική οδός στον τάφο, στην βασιλεία των Σκιών που επικρέμονται της ένοχής κεφαλής του. Τελικά, ο μονόδρομος στον τάφο ανήκει στον Τύραννο. Αυτός θα τον ακολουθήσει μέχρι τέλους και ελάχιστα δάκρυα θα χυθούν την ώρα της θανής. Επίσης, ο Τύραννος, και μάλιστα μια από τις χειρότερες εκδοχές του, κακοποιεί βάναυσα την γλώσσα (είτε με λάθη ή με λεκτικά σχήματα που ακούγονται - επʼ ολίγον όμορφα αλλά τελικά συνιστούν περιττώματα). Τον Τύραννο και την αυλή είχα μάλλον κατά νου ο Κ. Καβάφης όταν έγραφε τους «Τρώες» του 1915, με τους οποίους κλείνουμε το παρόν ανοίγοντας την κουβέντα περί Δημοκρατίας...
Τρώες
Είνʼ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων
είνʼ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων
Κομμάτι κατορθώνουμε, κομμάτι
παίρνουμʼ επάνω μας κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.
Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά
Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει.
Εινʼ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θʼ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κʼ έξω στεκόμεθα νʼ αγωνισθούμε.
Αλλʼ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κʼ η απόφασίς μας χάνονται
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει
κι ολόγυρα απʼ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.
Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κʼ αισθήματα
Πικρά για μας ο Πρίαμος κʼ η Εκάβη κλαίνε.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης