Ο «μύθος» του Άγιου Βασίλη πρέπει να παραδεχτείτε ότι είναι από τους πιο επιτυχημένους που έχουν δημιουργηθεί, όχι από την πατρίδα ορισμένων (την Ευρωπαϊκή Ένωση), αλλά από την «God bless» America. Και είναι απόλυτα επιτυχημένος, όχι μόνο διότι βάζει τα παιδιά σε μια εορταστική διάθεση, αλλά κυρίως διότι συγκεντρώνει την οικογένεια στο ίδιο τραπέζι, κινεί την οικονομία με την αγορά δώρων και τροφίμων και όλα αυτά επ’ αφορμή των αγίων ημερών της γέννησης του Θεανθρώπου.
Ο «μύθος» του Άγιου Βασίλη διεγείρει το πνεύμα και το συναίσθημα των παιδιών συνδέοντας την καλοσύνη με τις οικογενειακές στιγμές, αλλά και με την προσφορά και με την οικονομία, δίνοντας στους εργαζομένους δουλειές και στις μικρές επιχειρήσεις ενέσεις ρευστότητας. Αυτό, όπως είναι φυσικό, ενοχλεί την Αριστερά, αλλά και άλλους πουριτανούς που τους ενοχλεί αυτή καθεαυτήν η φύση του καπιταλισμού. Οι πουριτανοί της Αγγλίας του Κρόμγουελ μάλιστα απαγόρευσαν τα Χριστούγεννα ως παγανιστικά.
Ο κρατισμός άλλωστε είναι κάτι που ενώνει δεξιούς και αριστερούς σοσιαλιστές, που θέλουν να κατασκευάσουν μια κοινωνία αποστειρωμένη από πάσης φύσεως ηδονές, πάντοτε «για το καλό μας». Ο σύγχρονος Άγιος Βασίλης είναι μια εκδήλωση του συστήματος πολιτισμού και πεποιθήσεών μας, όπως και ο Οντίν για τους ειδωλολάτρες γερμανικούς λαούς και ο Άγιος Νικόλαος για τους μεσαιωνικούς χριστιανούς. Ως εκ τούτου, είναι ένας καθρέφτης τόσο για εμάς όσο και για τον δυτικό πολιτισμό μας, και αυτό που αντικατοπτρίζεται είναι μια κουλτούρα που είναι χριστιανική, αλλά και που έχει εξελιχθεί σε ένα ευχάριστο, καταναλωτικό επιστέγασμα.
Στο ίδιο πνεύμα των ημερών και ο Κάρολος Ντίκενς. Ο πρωταγωνιστής του, ο Σκρουτζ, είναι ένας σύγχρονος ατομικιστής, ο οποίος πιστεύει ότι στην ιδιωτική ζωή του κανείς δεν μπορεί να εγείρει αξιώσεις σχετικά με την ουσία του ή τον χρόνο του. Είναι μια καρικατούρα του είδους του ανθρώπου εκείνου που αντιλαμβάνεται την ζωή υπό το πρίσμα των συμβάσεων. Απορρίπτει την οικογένεια απορρίπτοντας τον ανιψιό του, αλλά και την κοινωνία, απορρίπτοντας τους άνδρες που έρχονται ζητώντας φιλανθρωπία για λογαριασμό των απόρων. Είναι απόλυτα ευχαριστημένος με το κοινωνικό κράτος που βοηθά τους φτωχούς, αφού κομπάζει ότι πληρώνει με συνέπεια τους φόρους του.
Στο τέλος, όμως, υποχωρεί από τις αρχές του. Στρέφεται προς τη φιλανθρωπία και την γενναιοδωρία που είχε κατηγορήσει για την εξαθλίωση της πόλης. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με διάφορους τρόπους, αλλά αυτό που ο Ντίκενς επέλεξε είναι το πιο παράξενο που θα περίμενε κανείς, γιατί βασίζεται στα προηγούμενα του ιερού νόμου. Είναι ο τρόμος του θανάτου και της ταλαιπωρίας στην μετά θάνατον ζωή, που μπορεί να ταπεινώσει την υπερηφάνεια του Σκρουτζ.
Προφανώς δεν είναι ένας πλήρως αφοσιωμένος άθεος. Αντί για τη δέσμευση σε ένα είδος επιχείρησης ή επιστημονικού υλισμού, ο Σκρουτζ υποφέρει από αυτό που ο Τόμας Χομπς ονομάζει «φόβος των φαντασμάτων». Τα φαντάσματα, ήδη από τις παλαιότερες ιστορίες, πάντα σαρκάζουν τα όνειρα της ανθρώπινης ελευθερίας. Το debate μεταξύ Χομπς και Ντίκενς είναι αν μπορεί να δοθεί επαρκής απολογισμός της ανθρώπινης φύσης χωρίς να γίνεται λόγος για το ιερό.
Ο Χομπς δημιουργεί αυτό που ονομάζει «θνητό θεό», αλλά ο Ντίκενς επισημαίνει ότι η θνησιμότητα δεν είναι ανεκτή για τα ανθρώπινα όντα, ακόμη και σε μια εκπληκτικά ευημερούσα, ειρηνική και εκπολιτισμένη κατάσταση. Έτσι, ο Σκρουτζ του Ντίκενς πρέπει τώρα να πιστέψει ότι το Καλό δεν μπορεί να υποβιβαστεί στο χρήσιμο, δεν αποδεικνύεται τελικά ούτε και επιτυγχάνεται από οποιονδήποτε συνδυασμό υπολογιστικών ικανοτήτων. Είναι εν τέλει η Θεά της Ανάγκης που ξεπερνά την οιαδήποτε ανθρώπινη κατανόηση του Καλού.
Το κοινό στους δύο ως άνω «μύθους» είναι ότι το πνεύμα δεν μπορεί να λειτουργεί χωρίς τον οίκτο της ψυχής μας, αλλά και χωρίς την ύλη που αποτελεί την προϋπόθεση για να υφίστανται τα άλλα δύο ζωντανά. Έτσι, ο Άγιος Βασίλης δεν θα φέρει δώρα στα παιδιά εάν δεν είναι καλά στις γιορτές, «εξαναγκάζοντας» τα παιδιά να λειτουργούν με ήθος για να αποκτήσουν υλικά αγαθά στη ζωή, αλλά και ο Σκρουτζ αντιλαμβάνεται ότι η ύλη και το υπολογιστικό-αυστηρό πνεύμα δεν επαρκεί για να διαβιεί κανείς με νόημα, αφού ο θάνατος είναι κοινός για όλους μας. Εν τέλει πάντως το μόνο σύστημα στην ανθρωπότητα που κρατά σε μια ισορροπία πνεύμα, ψυχή και ύλη είναι το καπιταλιστικό.