«Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου - για πάντα».
Η εισαγγελική έρευνα για τις δηλώσεις του Αγίου Χίου, ήταν μια καλοκαιρινή εξέλιξη που όμως θα έπρεπε να ήταν εντελώς αναμενόμενη από τον όποιο παρακολουθεί την πολιτική πορεία της χώρας. Η δίωξη κατά ενός μητροπολίτη για την χρήση επί της ουσίας του όρου «λαθρομετανάστες» αποτελεί την φυσική εξέλιξη των όσων λαμβάνουν χώρα στο πολιτικό σκηνικό της χώρας εδώ και κάποια χρόνια.
Πράγματα τα οποία μέχρι το 2007 τουλάχιστον θεωρούνταν δεδομένα στην χώρα, όπως η ελευθερία της έκφρασης του κάθε πολίτη, πλέον έχουν θυσιαστεί. Στην χώρα μας διαγράφηκε μέσα σε πολύ λίγα χρόνια, σε συμπυκνωμένο πολιτικό χρόνο, αυτό που σε άλλες κοινωνίες έχει πάρει πάρα πολλά χρόνια. Έχουμε το πέρασμα από τον «μαλακό ολοκληρωτισμό» της πολιτικής ορθότητας σε κάτι που προσομοιάζει την «δημοκρατία των γκουλάγκ».
Όταν χρησιμοποιούμε την έκφραση «μαλακός ολοκληρωτισμός», εννοούμε μία μορφή κοινωνικής συνθήκης που δεν επιτρέπει μεν την αντίθετη άποψη, αλλά χρησιμοποιεί «ήπια» μέσα για να την καταστείλει. Μέχρι τώρα στην «ρουτίνα» αποτροπής των πολιτικών κινδύνων άνηκαν οι εξαγορές με χρήματα ή οφίτσια, η περιθωριοποίηση, οι επιθέσεις από προσωπικότητες, η άγρια δυσφήμιση από πλευράς των κυρίαρχων μίντια, η προσπάθεια κοινωνικού αποκλεισμού μέσω της χρήσης συγκεκριμένων ετικετών. Κύριος στόχος ήταν η δημιουργία τόσων πολλών προβλημάτων στον εκφέροντα την διαφορετική άποψη, έτσι ώστε ο ίδιος να αναγκαστεί να αυτολογοκριθεί ή να μετατραπεί αυτομάτων σε «περιθώριο» κάτι σαν τους «ανέγγιχτους» της Ινδίας.
Δεν ήταν λίγοι οι Έλληνες πολίτες τα τελευταία χρόνια οι οποίοι αντιμετώπισαν τέτοιου είδους επιθέσεις. Αν θα θέλαμε να μείνουμε στον χώρο της Εκκλησίας θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο και στον Μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβρόσιο, ως τα πρόσωπα που δέχτηκαν έναν τέτοιου είδους «πόλεμο» μέσω διαστρεβλώσεων των δηλώσεών τους, μέσω επιθέσεων από «σατιριστές», μέσω εκατοντάδων ομοιόμορφων δημοσιευμάτων στο Διαδίκτυο, που είχαν ως στόχο να τους παρουσιάσουν σχεδόν ως τέρατα, χρησιμοποιώντας έναν συναισθηματικό λόγο και ούτω καθ' εξής.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως στην χρήση της παραπάνω μεθόδου του μαλακού ολοκληρωτισμού είναι το ότι όσο περισσότερο το χρησιμοποιείς, τόσο περισσότερο ελαχιστοποιείς την δύναμή του. Έτσι η πρώτη φορά που χαρακτήρισαν κάποιον ρατσιστή, σε σχέση με τις εκατοντάδες αναφορές των τελευταίων δύο–τριών ετών, η αποδοτικότητα του όρου είναι ολοένα και λιγότερη.
Έτσι λοιπόν το σύστημα αναγκάστηκε να αφήσει πίσω του τον «μαλακό ολοκληρωτισμό» και να βγάλει το «γκλομπ». Το νομιμοποιημένο, μέσω του αντιρατσιστικού νόμου, τον οποίο υπερψήφισαν και οι υποτίθεται «δεξιοί» βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, «γκλομπ», που έχει ως στόχο το να χτυπήσει όποιον δεν υιοθετεί την φρασεολογία και την ορολογία της κυβερνώσας Αριστεράς που επαναλαμβάνει τις λογοκριτικές διαδικασίες στις οποίες αρίστευσαν πάντοτε οι πολιτικοί της πρόγονοι. Και το κάνει έχοντας τις «ευλογίες» και χρησιμοποιώντας το επικρατόν (αλλά και αποθνήσκον από ό,τι φαίνεται) πολιτικό ρεύμα που υπάρχει στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών.
Τους καίει ήδη η Λεπέν στην Γαλλία, τους ζεμάτισε το Brexit, φοβούνται την Ουγγαρία του Ορμπάν, τρέμουν την Αυστρία του FPO. Χρησιμοποιώντας μη-δεσμευτικές ντιρεκτίβες, υιοθετώντας οδηγίες που βγαίνουν από τα σπλάχνα ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού στις Βρυξέλλες που ελέγχεται από λομπίστες σαν και αυτούς που χρηματοδοτούνταν από το Open Society Foundation (που πρόσφατα χακαρίστηκε και ήλθαν στην δημοσιότητα οι διαδικασίες με τις οποίες προσπαθούσε να επιβάλλει την πολιτική άποψη του Soros σε ολόκληρη την Ευρώπη) θέτουν τα όρια του τι είναι νόμιμο και τι όχι στην εκφορά πολιτικού λόγου.
Η συγκεκριμένη ποινική δίωξη όμως έχει την δική της ιδιαίτερη σημασία. Διότι εκφέρει την αλαζονεία της κυβερνώσας Αριστεράς. Δεν πρόκειται για μια ποινική δίωξη κατά κάποιου περιθωριακού, κάποιου αιρετικού, κάποιου «ακροδεξιού», κάποιου «φασίστα», κάποιου «αρνητή του Ολοκαυτώματος», που θα ήταν πολύ πιο εύκολη στο να γίνει αποδεκτή από το σύνολο του ελληνικού λαού, που δυστυχώς θεωρεί ότι ενδεχομένως με βάση τον «χαρακτήρα» κάποιου μπορεί να κριθεί το δικαίωμά του στην εκφορά πολιτικής άποψης ή όχι.
Γίνεται εναντίον ενός ανθρώπου ο οποίος, είτε μας αρέσει, είτε όχι, αποτελεί ένα θρησκευτικό σύμβολο. Γίνεται εναντίον της Εκκλησίας. Είναι μια προειδοποίηση ή είναι αποτέλεσμα της αλαζονείας και της πίστης των Συριζαίων ότι θα «ξεμπερδέψουν» μια και καλή με το «παλιό». Είναι η συνέχεια της αντικληρικαλιστικής παράδοσης της Αριστεράς ή θέλουν να δημιουργήσουν ένα παράδειγμα προκειμένου να φοβηθεί ο κάθε «απλός» πολίτης, λέγοντας ότι εάν αυτά κάνουν σε μητροπολίτες, φαντάσου τι μπορούν να κάνουν σε εμένα.
Κατά πάσα πιθανότητα είναι λίγο από όλα. Στο μυαλό των υπουργών και των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ είναι πασιφανές ότι υπάρχει ένας «ρεβανσισμός». Όπως επίσης υπάρχει και μια μεσσιανικού τύπου πίστη ότι «θα αλλάξουν τα πάντα». Και είναι επίσης προφανές ότι δεν θα διστάσουν να έλθουν σε οποιονδήποτε συμβιβασμό με το εξωτερικό, προκειμένου να αποκτήσουν πλήρη ελευθερία κινήσεων στο εσωτερικό. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου είχαμε διώξεις θρησκευτικών ηγετών για απόψεις τους θα υπήρχε τεράστιο ζήτημα, εδώ όμως δεν κουνιέται φύλλο.
Φυσικά οι ευθύνες γι’ αυτό δεν μπορούν να τοποθετηθούν μόνον στους ώμους των στελεχών της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ γενικότερα. Η ίδια η Εκκλησία φέρει ευθύνες για το γεγονός αυτό. Αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα την οποία θα πρέπει κάποτε να κάνουμε.