Σε καιρούς πραγματικά δύσκολους για τον ελληνικό λαό σε όλα τα επίπεδα, μια απόφαση του Υπουργείου Παιδείας έρχεται να βάλει φωτιά στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας. Κατά το δεύτερο τετράμηνο του 2017, εισάγεται στα γυμνάσια η «θεματική εβδομάδα» με τίτλο «Σώμα και Ταυτότητα».
Με μια εγκύκλιο του Δεκεμβρίου 2016, διακόπτεται για μία εβδομάδα η ροή του ωρολογίου προγράμματος και υποχρεούνται καθηγητές των σχολείων ή συνεργαζόμενοι εξωσχολικοί φορείς να εφαρμόσουν τρεις επιμέρους θεματικές ενότητες με ζητήματα: Διατροφής, Εθισμού-Εξαρτήσεων και Έμφυλων Ταυτοτήτων (η αντίληψη που έχει κάθε άτομο για το φύλο του). Τώρα τι δουλειά έχει το ζήτημα της διατροφής των νέων και η μάστιγα των ναρκωτικών με ένα ζήτημα ξεκάθαρα σεξουαλικό, αυτό μόνο η κυβέρνηση το ξέρει. Βάζοντάς το πάντως πακέτο με τα δύο πρώτα, κινεί τις υποψίες ότι το κάνει σκόπιμα ώστε να μην δώσει ξεκάθαρο στόχο για αυτό που θέλει να πετύχει.
Και έρχεται τώρα το Υπουργείο Παιδείας, να αποδομήσει την φυσική πραγματικότητα και να θέσει σε αμφισβήτηση το φυσικό φύλο του ανθρώπου, υιοθετώντας απόψεις από κινήματα, κυρίως, της Αμερικής. Μιας χώρας, όπου κάθε αρρωστημένη φαντασία και άποψη, βρίσκει τρόπο να εκπροσωπείται στην κοινωνία. Έτσι λοιπόν κατασκευάστηκε στα μυαλά κάποιων η ιδέα ότι πλην του φυσικού φύλου υπάρχει και το κοινωνικό. Και κατά τη γνώμη τους πρέπει να επιβληθεί. Το οποίο βεβαίως, έχει άμεση σχέση με την σεξουαλικότητα του ατόμου, αλλά δεν σταματάει εκεί: διότι η θεωρία του κοινωνικού φύλου δεν μιλάει μόνο για αγόρια π.χ. που έχουν ομοφυλοφιλικές σχέσεις, αλλά πάει ένα βήμα παραπέρα και μιλάει για άλλο φύλο. Θα ήταν βεβαίως κωμικό αν δεν ήταν τραγικό, το γεγονός ότι οι «εγκέφαλοι» τέτοιων απόψεων έχουν εφεύρει γύρω στα 78 φύλα!
Το παρόν άρθρο, πέρα από την έκφραση γνώμης, δεν έχει σκοπό να αποδείξει επιστημονικά τίποτα. Κι αυτό γιατί ο γράφων δεν είναι ειδικός. Προσπαθεί όμως να εξετάσει και να προβληματίσει τον αναγνώστη, θέτοντας ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίον το Υπουργείο Παιδείας προσπαθεί να δημιουργήσει σύγχυση σε νεαρούς μαθητές, θέτοντας υπό αμφισβήτηση της ίδια την βιολογική τους υπόσταση, όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίον απολαμβάνουν τον έρωτα, αλλά και το φύλο που τους δώρισε η φύση. Με λίγα λόγια, η επικεφαλίδα αυτής της πρωτοβουλίας θα μπορούσε να είναι: «Κωστάκη, μπορεί να γεννήθηκες αγόρι, αλλά μπορεί και να μην είσαι!»
Όταν λοιπόν έχεις να κάνεις με ένα τόσο σοβαρό, για την ανθρώπινη φύση, ζήτημα και, μάλιστα, πρόκειται να το θέσεις σε διαβούλευση με αποδέκτες τις παιδικές ψυχές, αυτό που θα περίμενε κανείς είναι να ζητείται, πρώτα από όλα, η άποψη των γονέων και κατόπιν των δασκάλων αυτών των παιδιών επί του θέματος. Αντ’ αυτού, η ιδεοληπτική κλίκα που βρίσκεται στα πολιτικά πράγματα αυτή την στιγμή και ηγείται του Υπουργείου Παιδείας, αγνοεί τους πάντες, ακόμη και την Εκκλησία, η οποία αποτελεί πνευματικό πυλώνα του έθνους μας, και παίρνει μια απόφαση η οποία ήδη δημιούργησε αντιδράσεις, οι οποίες κατά τη γνώμη μου θα ενταθούν και πρέπει να ενταθούν.
Διότι το πρόβλημα κατ’ εμέ δεν είναι μόνο η παρά φύσιν επέμβαση στον ψυχισμό των νεαρών μαθητών, αλλά και ο περιβόητος διάλογος με την κοινωνία. Γιατί όταν αποφασίζεις και δεν ρωτάς, σημαίνει ότι έχεις πάρει συγκεκριμένες αποφάσεις προς υλοποίηση και δεν σε ενδιαφέρει η γνώμη των άμεσων ενδιαφερόμενων, όπως είναι το κύτταρο της εθνικής μας κοινωνίας, η ελληνική οικογένεια. Και είναι η οικογένεια το κύτταρο και όχι το άτομο, επειδή το άτομο δεν διασπάται, σε αντίθεση με την οικογένεια που διασπάται σε άτομα.
Άρα λοιπόν εν τέλει, αυτό που γίνεται, είναι η υλοποίηση ενός αφηγήματος της Αριστεράς (και μάλιστα της νεοφιλελεύθερης Αριστεράς), η οποία αποκλείει από τον δημόσιο διάλογο τις δυνάμεις εκείνες στις οποίες νομίζει ότι θα βρει αντιστάσεις. Οι δυνάμεις αυτές, τις οποίες περιληπτικά προανέφερα, θα πρέπει πλέον να συνειδητοποιήσουν ότι είναι προσωπική ευθύνη των καθενός, να δείξει έμπρακτα την αντίθεσή του σε πρακτικές, που οδηγούν στη δημιουργία ανελεύθερων και παρακμιακών κοινωνιών.
Συνοψίζοντας επισημαίνω ότι γονείς και κηδεμόνες, καθηγητές, Εκκλησία, επιστημονική κοινότητα και πολιτικές δυνάμεις, θα πρέπει να διεκδικήσουν άμεσα και αυτεπάγγελτα το δικαίωμά τους να εκφράζονται σε πνεύμα ελευθερίας για το τι νομίζουν καλό για τα παιδιά τους και, μάλιστα, να έχουν λόγο στον διάλογο που πρέπει να γίνεται, πριν παρθούν οριστικές αποφάσεις για το τι θα διδάσκονται τα παιδιά τους στα σχολεία. Και επειδή για το συγκεκριμένο ζήτημα οι αποφάσεις έχουν παρθεί ερήμην τους, οφείλουν να σταματήσουν το αίσχος της ιδεοληπτικής πολιτικής αυτής της κυβέρνησης.