«Αχ!» Δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο. Μόνο αυτή η χαμηλόφωνη κραυγή, ο λυγμός, ξέφυγε από το ματωμένο στόμα του. Κι έπεσε κάτω ανήμπορος. Η βαριά αρματωσιά του έκανε οδυνηρότερη την πτώση. Η σπαθιά που είχε δεχτεί, είχε ανοίξει ένα μεγάλο, κατακόκκινο αυλάκι που ξεκίναγε από το στήθος και κατέληγε στη βάση της κοιλιάς, ακριβώς επάνω απʼ τα αχαμνά του. Ένιωθε το αίμα να κυλάει απʼ την πληγή, άδειαζε σαν φλασκί με κρασί που τρύπησε. Έπρεπε να είναι πολύ πιο προσεκτικός στην αναμέτρησή του με το μισθοφόρο φονιά, το τσιράκι του σατράπη που απάντησε στο δρόμο του.