Με το «Χρονικό της Αλώσεως» ήθελα να φτιάξω ένα εθνικό έργο - Συνέντευξη του Γιώργου Χατζηνάσιου (μέρος Α’)

  • Δημοσιεύτηκε: 01 Ιούλιος 2018
    Ο Γρηγόρης Βαλτινός στην παράσταση του «Χρονικού της Αλώσεως» στον Μυστρά το 2007.
    Γιάννης Πάριος και Χατζηνάσιος στην ηχογράφηση της «Επίθεσης Αγάπης».

    Τον συναντήσαμε μετά την παράσταση του «Χρονικού της Αλώσεως και κανονίσαμε να κάνουμε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης. Έτσι εκπληρωνόταν ένα όνειρο μας, μιας και ο Γιώργος Χατζηνάσιος υπήρξε από τους πιο αγαπημένους μας συνθέτες και οι παραστάσεις με Σπανό και Τόκα φέρνουν όμορφες αναμνήσεις.

    Κύριε Χατζηνάσιε, πριν λίγες μέρες δώσατε παραστάσεις με το «Χρονικό της Άλωσης», επετείου της 29ης Μαΐου. Ο κόσμος δεν σας έχει ταυτίσει με βυζαντινά ή συμφωνικά έργα. Πείτε μας πως το είχατε εμπνευστεί.

    Αυτό παρουσιάστηκε την εποχή που είχε αναλάβει Πολιτιστική Πρωτεύουσα η Θεσσαλονίκη. Και με αφορμή της εκδήλωσης αυτής της ευρωπαϊκής, σκέφθηκα να παρουσιάσω ένα εθνικό έργο. Και επειδή έχει σασπένς μέσα, έχει μάχες, έχει συναισθήματα, έχει Βυζάντιο, ήθελα να πλησιάσω και τον εαυτό μου. Με την έννοια ότι εγώ δεν έχω σηματοδοτήσει τον εαυτό μου στα βυζαντινά πράγματα, με έχουν πιο πολύ για δυτικό συνθέτη, τζατζίστα και κλασικό. Αλλά εγώ είχα εμβαθύνει στο θέμα της παραδοσιακής μουσικής με τον πατέρα μου που παίζαμε στα αρβανιτικά, στα μακεδονίτικα συγκροτήματα τότε στην ΕΡΤ, ΕΙΡΤ τότε, και στο σμυρναίικο, έπαιζα μαζί τους. Παράλληλα ήμουνα για πολλά χρόνια εξαπτέρυγο στην Εκκλησία, στο Κατηχητικό στον Άγιο Ελευθέριο στη Θεσσαλονίκη. Δεν έχω σπουδάσει Βυζαντινή, αλλά θεωρούσα ότι η βυζαντινή μουσική για τα αυτιά των ανημέρωτων ανθρώπων είναι άγονη, δεν έχει κάτι να σε συγκινήσει πέρα από το «Υπερμάχω» και το «Γενεαί αι πάσαι». Δηλαδή δύο σουξέ είναι όλα κι όλα (γέλια).

    Λέω, στάσου ρε παιδάκι μου γιατί να μην εμβολιάσω την δική μου σκέψη την μελλοντική μέσα στην άγονη αυτή μουσική που λέγεται βυζαντινή για να γίνει ένα κράμα. Για να γίνει αυτό όμως έπρεπε να δανειστώ και στοιχεία που προέρχονται από την δυτική μουσική με την έννοια όχι να γίνει γρηγοριανό, γιατί δεν θέλει πολύ το ένα σκέλος να γίνει γρηγοριανό, αλλά για να μην γίνει αυτό έβαλα την Συμφωνική Ορχήστρα με τέτοιο τρόπο ώστε τα έγχορδα να δημιουργούν το υπόβαθρο που κάνει τον οίστρο. Ιδίως στην Εκκλησία από τους ψάλτες, δεν έβαλα ποτέ τα βιολιά να παίζουν υψηλά πάνω από το ντο του πενταγράμμου, ήταν ένα υπόβαθρο έτσι να στηρίζει τις ερμηνείες του πολυλόγου και του άμε και ένα παιχνίδι το οποίο πέτυχε πάρα πολύ γιατί παίχτηκε πάλι στις 29 του Μάη ημέρα Τρίτη του 1997 στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, οι ουρές φθάναμε μέχρι τον Λευκό Πύργο.

    Για τι χρονιά μιλάμε;

    Το 1997. Παίχτηκε δύο μέρες όπου διηύθυνα την Συμφωνική Ορχήστρα της Σόφιας, κάναμε πρόβες, είχα πάει στην Βουλγαρία και έκανα πέντε μέρες πρόβες, και ήρθαν με πούλμαν οι άνθρωποι που έπαιζαν μουσική και κάναμε μια πρόβα τζενεράλε και το παίξαμε δύο απανωτές μέρες. Δηλαδή 29 και 30 του Μάη. Πήρα ενθουσιαστικές κριτικές και από την Αθήνα και από εκεί. Κυρίως από δημοσιογράφους από την Αθήνα, όλοι γράψανε όλες οι εφημερίδες και ήταν η πρώτη προσπάθεια αυτή που έκανα σε πιο ανήσυχο είδος μουσικής πέρα από τα τραγούδια που με ξέρει ο κόσμος.

    Μετά βέβαια ασχολήθηκα και με την «Ωδή στον Μέγα Αλέξανδρο» το 2005 που παίχτηκε στο Μέγαρο, το Ηρώδειο και στις Πυραμίδες.

    Για πείτε μου για εκείνη την εμπειρία. Πως νοιώσατε όταν παίξατε εκεί στις Πυραμίδες;

    Εκεί είναι κάτι εξώκοσμο. Δηλαδή σε υποβάλει η σκέψη πριν πας. Ότι θα παίξεις δηλαδή την μουσική σου σε ένα χώρο που περπάτησε ο Μέγας Αλέξανδρος στις Πυραμίδες και στην έρημο μέσα. Γιατί για μένα άνοιξε εκείνο το μέρος και έγινε η μουσική και στρώθηκε με χαλιά για να μπούνε πέντε χιλιάδες κόσμος κάτω από τις Πυραμίδες. Εκείνη την στιγμή είδαμε την Ορχήστρα ας πούμε, είχαμε και λέιζερ από πίσω. Νόμιζα ότι είχα υπερβεί τον εαυτό μου, είχα φύγει από μένα. Ένα τέτοιο δέος με είχε πιάσε συνεπαρμένος, το μεγαλείο του Μέγα Αλέξανδρου και του χώρου και της Συμφωνικής Ορχήστρας της Όπερας του Καΐρου με την χορωδία, το CNN να μας τραβάει και να μας παίρνει φωτογραφίες. Ένα πράγμα που δεν θα ξανασυμβεί ποτέ ούτε για μένα, ούτε για κανέναν άλλον, γιατί εξασφάλισε τότε η Ελληνική Κοινότητα που γιόρταζε τα 100 χρόνια και μπόρεσε διακρατικά να εξασφαλίσει αυτόν τον χώρο που δεν τον δίνουνε ποτέ, να το δώσουν μόνο για την ελληνική παροικία ας πούμε, για να γίνει η συναυλία. Ήταν κάτι μεγαλειώδες. Μετά ακολούθησε το τρίτο, τριλογία έχω κάνει μέχρι τώρα, και το «Ελ Γκρέκο» που παίχτηκε την άνοιξη του 2015 στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά.

    Θα σας φανεί παράδοξο τώρα να μιλάω για τέτοια έργα, αλλά βλέπετε τι γίνεται. Εγώ έχω καταλάβει ότι στερεύει το θέμα του ελληνικού τραγουδιού, πολύ πρώιμα, την εποχή που η εταιρεία που συνεργαζόμουνα μου είχε πει ο διευθυντής της εταιρείας: «Γιώργο δεν νομίζεις ότι πρέπει να σταματήσουμε να βάζουμε τα ονόματα των συνθετών έξω; Να βάζουμε μόνο τους τραγουδιστές;»

    Και νομίζω ότι και πολλοί, όλοι οι συνθέτες πιστεύω, ότι δεν τους άρεσε αυτό.

    Όχι τους είπα, είναι μόδα αλλά πρέπει να το βάλεις είχα κάνει συμβόλαιο που έλεγε ότι πρέπει εγώ να αποφασίσω για το εξώφυλλο, αν μου αρέσει ή όχι. Ήταν όρος στο συμβόλαιο και του λέω κοίταξε, επειδή έχουμε κάνει συμβόλαιο θα το τηρήσουμε αυτό. Και λέω δεν θα ξανασυνεργαστούμε άλλη φορά.

    Αυτό πότε ήτανε το ‘90; ‘91;

    Το ‘91.

    Ήτανε τότε που κάνατε με τον Πάριο την «Επίθεση Αγάπης».

    Ναι. Και έτσι έγινε κιόλας. Δεν ξαναέβγαλα πια δίσκο από τότε. Ξαναλέω εγώ δεν θα δώσω δικαίωμα στους συνθέτες να λένε να είναι ο πρώτος ο οποίος δέχθηκε να μην μπει το όνομά του στο εξώφυλλο, να τα βάλουμε στο οπισθόφυλλο. Ας το κάνει κάποιος άλλος του λέω. Τότε κατάλαβε ότι τελειώνει η ιστορία και τότε επιστράτευσα τις γνώσεις του Ωδείου γιατί αυτά που μάθαινες τότε και αυτά που μαθαίνεις τα γράφει η ιστορία, δεν χρειάζεται για να γράφεις τραγούδια. Δεν χρειάζεται. Το τραγούδι είναι πολύ απλό μπορεί να το κάνουν και οι τραγουδιστές που συνεργαζόμασταν. Και οι περισσότεροι τραγουδιστές που τροφοδοτούσαμε εμείς έγιναν τώρα συνάδελφοι μας. Και τότε είναι που επιστρατεύεις τις γνώσεις ενός για να γράψεις συμφωνική μουσική. Έτσι βγήκαν αυτά τα τρία έργα που σας είπα.

    Θυμάμαι αυτό το θέμα το είχαμε συζητήσει σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του Άκη Πάνου το 1999 και μου έλεγε τα ίδια. Τι σημαίνει τα τραγούδια μου που βγάζει ο Νταλάρας, αφού είναι του Πάνου, δηλαδή όλο αυτό το να φαίνεται μπροστά το όνομα του τραγουδιστή μπορεί να είναι ο «κράχτης» ας πούμε.

    Ναι, σίγουρα.

    Αλλά άλλο τόσο είναι ο Χατζηνάσιος, ο Άκης Πάνου.

    Δεν νομίζω. Αγοράζουν τον δίσκο με τα καλά τραγούδια του τραγουδιστή. Τον τραγουδιστή αγοράζουν. Και αν είναι να κάνει 50.000 ας πούμε, είναι αυτοί οι προετοιμασμένοι να αγοράσουν τον Πάριο ότι και να βγάλει, αν είναι καλό θα κάνει 100.000 και 200.000.

    Να το θέσουμε κάπως έτσι το θέμα μιας και το μιλήσαμε. Όταν βγάλατε την «Διαδρομή» κάνατε 75.000 περίπου πωλήσεις. Πιστεύετε ότι τραβούσε το όνομα Χατζηνάσιος ή οι τραγουδιστές;

    Όχι οι τραγουδιστές. Οι τραγουδιστές γιατί ήταν τέσσερεις τραγουδιστές, ο Κόκκοτας, ο Μητσιάς, η Γαλάνη, ο Ανδρεάδης. Αυτοί ήταν τότε μεγάλες φίρμες εκείνη την εποχή. Γιατί υπήρχαν και άλλοι δίσκοι που εγίνοντο με τραγουδιστές από άλλες εταιρείες, αλλά εάν δεν ήταν καλά τα τραγούδια δεν πήγαινε. Που σημαίνει δεν αγοράζεις τον Χατζηνάσιο. Αγοράζεις τα καλά τραγούδια του Χατζηνάσιου που τραγουδάει ο Πάριος, ο Μητσιάς.

    Υπάρχουν και συνθέτες όπως είναι ο Θεοδωράκης που έχουν δημιουργήσει μία γκάμα, άλλο επίπεδο στο τοπ, σέρνουν και ένα ιδεολογικό κλίμα ανθρώπων από πίσω, εμείς δεν έχουμε. Το ερωτικό μας που κάναμε αν ήταν καλά ναι, αν ήταν μάπα μια φορά κάναμε. Λοιπόν ο Χατζιδάκις όταν έκανε τον «Μεγάλο Ερωτικό» έκανα και εγώ δεν θυμάμαι ποιο και πήγαινα στα δισκάδικα να ρωτήσω πως πάει ο δίσκος μου και πήγαινε κόσμος και το επέστρεφε. Τον υπέροχο δίσκο τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι τον επέστρεφε για να πάρει κάτι άλλο.

    Αλήθεια;

    Ναι. Και μου το λέγανε κιόλας. Κοίταξε πλάκα μου λέγανε. Έχουνε τον Χατζιδάκι και τον επιστρέφουνε για να πάρουν κάτι άλλο, που σημαίνει, ναι μεν μετράει το όνομα μέχρι ένα σημείο. Από εκεί και πέρα.

    Να γυρίσουμε πίσω στις αρχές του ‘70. Εσείς πότε κατεβαίνετε πότε στην Αθήνα. Έχετε γεννηθεί στην Θεσσαλονίκη, αλλά πότε αποφασίσατε να κατέβετε;

    Μόλις τελείωσα το γυμνάσιο μετά κατέβηκα στο τέλος του ‘60 ήτανε.

    Για να γράφετε τραγούδια ή ακόμα δεν το είχατε αποφασίσει;

    Όχι όταν κατέβηκα ήμουν σαν μουσικός της πιάτσας, πιανίστας.

    Παίζατε τζαζ τότε;

    Τζαζ; Το αντίθετο. Τζαζ έπαιζα στην Θεσσαλονίκη με τους φίλους μου. Οι Τυμπανείς. Κατέβηκα στην Αθήνα με αφορμή το συγκρότημα του Πάνου Γαβαλά.

    Για πείτε μου πως συνδεθήκατε με τον Γαβαλά;

    Υπήρχε ένας μουσικός που παίζαμε εξτρά ο Χάρης Λεμονόπουλος, μπουζούκι, βιολί, και μου λέει τι κάνεις εδώ ρε Γιωργάκη και παίζεις στα καμπαρέ και κάνεις βλακείες, θα μείνεις εδώ σαν τον άλλον και μου είπε ένα όνομα, ένα μουσικό ο οποίος ήταν ένας μεροκαματιάρης τότε. Θα μείνεις θες να γίνεις σαν αυτόν τώρα; Εσύ έχεις ταλέντο, είσαι και τζατζίστας κι αυτά, δεν πας στη Μέκκα; Εννοούσε την πρωτεύουσα.

    Λέω «Εντάξει». Είχα μαζέψει και κάποια χρήματα από τα μεροκάματα. Υπάρχει κάποια δουλειά κάτω εκεί στο «Εντεμ» μου λέει. «Έντεμ;» του λέω, τι είναι αυτά; Δεν τα ξέρω εγώ του λέω. «Είναι κοντά εκεί στην Νεράιδα».

    Στο κέντρο των πραγμάτων.

    Έπαιξε ρόλο αυτό για μένα. Πήγαμε λοιπόν εκεί μια βδομάδα κράτησε η δουλειά μας εκεί πέρα, παίζαμε κάθε μέρα, αλλά δεν πήγε καλά το μαγαζί και κλείσαμε. Καταλαβαίνεις δεν πήραμε και λεφτά μια βδομάδα, είχα όμως εγώ τα λεφτάκια μου από την Θεσσαλονίκη τότε. Δεν έμεινα όμως πολύ μερικές μέρες γιατί με έψαξε και με βρήκε ο Μουζάκης. Είχε φύγει ο πιανίστας για κάποιον λόγο και όταν περνάγανε όταν παίζαμε την βδομάδα μουσική για να πάνε στην Νεράιδα, ακούγανε ένα καλό πιάνο να παίζει. Και λένε, ρε συ Γιώργο Μουζάκη, υπάρχει ένας μουσικός, αλλά δεν ξέρω το όνομα του. Ακούγαμε ένα καλό πιάνο, δεν ξέρω τι ήτανε. Βρήκαν λοιπόν τον επιχειρηματία τον αποτυχημένο και τον ρώτησαν ποιος ήταν αυτός που έπαιζε πιάνο. Και είπε ένα παιδάκι ξανθό από την Θεσσαλονίκη (γέλια ), παιδάκι, νεαρός, έφηβος. Με βρήκαν και πήγα με τον Μουζάκη και από τότε άρχισε η ιστορία.

    Με τον Σπανουδάκη και με εκείνο το συγκρότημα πως έγινε;

    Παίζαμε περιστασιακά, παίξαμε στην Αθηναία σε ένα χορό στο ντεπιντάνς, ήταν της μόδας τότε. Και κατ’ εξαίρεση έγινε εκείνο το βράδυ, είμαστε και φίλοι μεταξύ μας και παίξαμε εγώ πιάνο, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου τύμπανα, ντραμς δηλαδή, ο Σπανουδάκης κιθάρα, ο Ντέμης Ρούσσος μπάσο, ο αδελφός μου σαξόφωνο και ο Αλέξης Παπαδημητρίου, μεταγενέστερα συνθέτης, τραγούδι. Αυτή ήταν η ιστορία.

    Τότε τι παίζατε;

    Τα ιταλικά παίζαμε. Παίζαμε κι αυτά και κάποια στάνταρ αμερικάνικα, κάποια γαλλικά του Αζναβούρ, αυτά και επιτυχίες του Σαν Ρέμο.

    Ωραία μουσική.

    Ναι, ωραία μουσική αλλά κοσμική μουσική. Δεν ήμασταν ροκ. Υπήρχαν συγκροτήματα που ήταν ο Πασχάλης, που ήτανε οι ροκάδες ας πούμε εκείνης της εποχής, που εμείς δεν τους χωνεύουμε οι μουσικοί, οι τζατζίστες , δεν τους γουστάραμε.

    Ήταν πιο νεανικό ας πούμε.

    Και πιο νεανικό και πέντε ακόρντα όλα και όλα. Φα, σολ, ντο, αντε και κανένα λα, και τέρμα, τέρμα. Ενώ η τζαζ είναι επιστημονική μουσική με τους αυτοσχεδιασμούς.

    Από την άλλη, το ροκ εντ ρολ ήταν χορευτική μουσική με τον Έλβις Πρίσλευ, και τους Κόμετς. Και ερχόταν τα κοριτσάκια με τις φούστες και χορεύανε εκεί και τα χαζεύαμε.


    Η συνέντευξη δόθηκε στον Γιώργο Πισσαλίδη και δημοσιεύθηκε στον καλλιτεχνικό ιστότοπο Avalon of the Arts.