«Aλή πασά, χαίρομαι όπου εγέλασα ένα δόλιο. Είμ’ εδώ να διαφεντεύσω την Πατρίδα μου εναντίον εις ένα κλέπτην. Ο υιός μου θέλει αποθάνει, εγώ όμως απελπίστως θέλω τον εκδικήσω πριν ν’ αποθάνω. Κάποιοι Τούρκοι, καθώς εσύ, θέλουν ειπή ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας, με το να θυσιάσω τον υιόν μου διά τον δικόν μου λυτρωμόν. Αποκρίνομαι, ότι εάν εσύ πάρης το Βουνόν (σ.σ. το Σούλι), θέλεις σκοτώσει τον υιόν μου με το επίλοιπον της φαμελίας μου και τους συμπατριώτας μου, τότε δεν θα ημπορέσω να εκδικήσω τον θάνατόν του, αμμή αν νικήσωμεν, θέλει έχω και άλλα παιδία, η γυναίκα μου είναι νέα, εάν ο υιός μου, νέος καθώς είναι, δεν μένη ευχαριστημένος ν’ αποθάνη διά την πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος να ζήση και να γνωρίζεται ως υιός μου. Προχώρησε λοιπόν, άπιστε, είμαι ανυπόμονος να εκδικηθώ. Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου, Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλας».
Η παραπάνω ήταν η επιστολή του Λάμπρου Τζαβέλα στον Αλή Πασά, όταν ο δεύτερος κρατούσε όμηρο τον γιο του και απειλούσε να τον σκοτώσει εάν οι Σουλιώτες δεν υποτάσσονταν στη θέλησή του. Η επιστροφή των δύο αιχμάλωτων στρατιωτικών ανέδειξε στη χώρα μας για ακόμη μια φορά το έλλειμμα της δεξιάς πολιτικής άποψης.
Οι αντιδράσεις του ελληνικού κράτους έμοιαζαν βγαλμένες από εκπομπή μεσημεριανής ύλης. Μπόλικος συναισθηματισμός, επικλήσεις σε ένα «δίκαιο» και αρκετές δόσεις αυτοηρωοποίησης από πολιτικούς και παρατρεχάμενούς τους. Την Παρασκευή ο πρόεδρος των ΗΠΑ ζήτησε από τον κρατούμενο πάστορα να αναλάβει τον ρόλο του «πατριώτη ομήρου», ανακοινώνοντας ότι δεν πρόκειται να δώσει τίποτε στην Τουρκία και αντιθέτως θα αυξήσει τις πιέσεις του προς αυτή.
Διαβάζω περισσότερα για τα «παιδιά μας που γύρισαν πίσω», διαβάζω για τη στάση των Αμερικανών. Διαβάζω και για τον καπετάν Λάμπρο Τζαβέλα. Βλέπω τα αγήματα που αποδίδουν τιμές στους ομήρους οι οποίοι επιστρέφουν, με κόστος που κάποιοι θεωρούν δυσανάλογο. Και σκέφτομαι ότι το να μπορείς να σηκώνεις ένα βάρος, έναν σταυρό για να διασφαλίσεις το μέλλον είναι ακριβώς η δεξιά αντίθεση στον μεταμοντέρνο μηδενισμό του συνεχούς τώρα στον οποίο μας καλεί να ζούμε η Αριστερά. Και ο οποίος δείχνει να είναι αυτός ο οποίος επικρατεί στην ελληνική κοινωνία. Που άγεται και φέρεται από έναν συναισθηματισμό.
Και όπως έλεγε και ο Φραντσέσκο ντε Σάνκτις στην «Ιστορία της Ιταλικής Λογοτεχνίας»: «Οι λαοί, όπως τα μεμονωμένα άτομα, στην κατηφόρα της παρακμής τους γίνονται νευρικοί, ασαφείς, συναισθηματικοί». Μια περιγραφή πολύ αρμόζουσα στα όσα βιώνουμε σήμερα. Υπάρχει άραγε τρόπος να αναστραφεί η παρακμή; Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι υπάρχει. Το θέμα είναι ότι είμαι επίσης βέβαιος πως δεν θα είναι ιδιαίτερα δημοφιλής...