Το χαρακτηριστικό των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουλίου είναι αναμφισβήτητα το εντυπωσιακό ποσοστό (περίπου 80%) που συγκέντρωσαν τα λεγόμενα «κόμματα εξουσίας». Συγκαταλέγω δε σε αυτά και το Κίνημα Αλλαγής, αφού, αφενός πρώην στελέχη του παλαιού ΠΑΣΟΚ αποτελούν πλέον κομματικούς πυλώνες τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της ΝΔ. (έχοντας υπουργοποιηθεί στις κυβερνήσεις και των δύο), αφετέρου η Φώφη Γεννηματά δεν παραλείπει να υπενθυμίζει διαρκώς ότι το ΚΙΝΑΛ αποτελεί τον αξιόπιστο συνομιλητή και εγγυητή στην διακυβέρνηση και των δύο πλευρών.
Το τεράστιο αυτό ποσοστό, που οδήγησε μάλιστα στην αυτοδυναμία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, μπορεί ίσως να αιτιολογηθεί λαμβάνοντας υπόψη διάφορες παραμέτρους, αλλά το γεγονός της ύπαρξής του και μόνο καταδεικνύει την απαξίωση του μοντέλου των κυβερνήσεων συνεργασίας στην συνείδηση των πολιτών.
Αν σκεφτεί κανείς τι δυνατότητες έχει μια κυβέρνηση (ακόμη και με την αυτοδυναμία της ΝΔ) να υλοποιήσει πολιτικές κυρίαρχου κράτους υπό καθεστώς Μνημονίων και επιτήρησης, αντιλαμβάνεται ότι ουσιαστικά αυτό που διακυβεύτηκε στις πρόσφατες εκλογές ήταν η δυνατότητα (και αναγκαιότητα) αυτές οι πολιτικές να προέλθουν μέσα από μια σύγκλιση πολιτικών απόψεων που θα προτάξουν το συμφέρον της πατρίδας και της κοινωνίας, ώστε μέσω αυτής να τεκμηριώσουν ευρύτερη κοινωνική αποδοχή.
Δυστυχώς, αυτό δεν έγινε, και τα επόμενα χρόνια θα δούμε και πάλι μια κυβέρνηση που θα προσπαθεί, στο πλαίσιο της πολιτικής βούλησης και της τόλμης της, να υλοποιήσει πολιτικές οι οποίες θα αντιμετωπίζουν τη δυναμική και συνήθως στείρα αντιπολιτευτική αντίδραση των άλλων κομμάτων. Αυτό θα έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη πολωτικών διαδικασιών στο πολιτικό σκηνικό, με μόνα ωφελημένα φυσικά τα λεγόμενα «κόμματα εξουσίας».
Και όμως, υπάρχει ένας χώρος όπου μπορούν να λειτουργήσουν προς όφελος της κοινωνίας αυτές οι διαδικασίες σύγκλισης. Και αυτός δεν είναι άλλος από την Αυτοδιοίκηση. Με την καθιέρωση της απλής αναλογικής στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, είναι ελάχιστες πια οι περιπτώσεις που δήμαρχοι και περιφερειάρχες διαθέτουν την απόλυτη πλειοψηφία στα νέα συμβούλια τα οποία θα συγκροτηθούν από την 1η Σεπτεμβρίου. Για τον λόγο αυτόν είναι αναγκασμένοι να μετέλθουν συζητήσεων και διερεύνησης τρόπων σύγκλισης με τις άλλες παρατάξεις, ώστε να καταστούν δυνατές η διοίκηση και η λήψη αποφάσεων.
Αυτή η συζήτηση δεν θα έχει κανένα απολύτως νόημα, αν τεθεί στην βάση μιας συναλλαγής, του τύπου «σου δίνω - μου δίνεις», με αντάλλαγμα απλώς κάποιες καρέκλες εξουσίας. Αυτό το μοντέλο συνδιοίκησης εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια στις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με αποτέλεσμα στον βωμό διατήρησης της εξουσίας να θυσιαστούν κοινωνικά κεκτημένα, να ξεπουληθούν εθνικά μας δίκαια και να απαξιωθεί η χώρα μας διεθνώς.
Στην Θεσσαλονίκη, η παράταξη του νέου δημάρχου διαθέτει μόλις 7 έδρες επί συνόλου 49! Επομένως, η μεγάλη πρόκληση για τη διοίκηση Ζέρβα είναι να επιτύχει αυτή τη σύγκλιση με γνώμονα το συμφέρον της πόλης και των πολιτών. Ήδη κάποιοι καλοθελητές, που πρόθυμα δήλωσαν τη στήριξή του στον Β’ γύρο των εκλογών, έχουν κάνει τις σχετικές κρούσεις για συμμετοχή τους στο νέο διοικητικό σχήμα. Στον νέο δήμαρχο απομένει να διερευνήσει τα κίνητρα αυτής της προθυμίας.
Αν επιλέξει να κλείσει την πόρτα στους εκπροσώπους ενός καθεστώτος που διέλυσε την πόλη τα προηγούμενα χρόνια, καταστρέφοντάς την οικονομικά και οδηγώντας την σε απώλεια της διαχρονικής ιστορικής, κοινωνικής και πολιτισμικής φυσιογνωμίας της, μόνο όφελος θα έχουν τόσο ο ίδιος όσο και η Θεσσαλονίκη. Αυτός θα είναι και ο μόνος δρόμος για την επιτυχία αυτού του μοντέλου συνεργασίας, που θα αποτελέσει σίγουρα πιλότο διοίκησης και για άλλους αυτοδιοικητικούς φορείς, αλλά και θα χρησιμεύσει ως παράδειγμα διακυβέρνησης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό.
Επιλογή δύσκολη και δρόμος δύσβατος, γιατί θα πολεμηθεί ανελέητα από τους θιασώτες του εξουσιαστικού μοντέλου της αυτοδυναμίας. Αναγκαίο, όμως, να το επιχειρήσει κανείς...