Σύμφωνα με τις έως τώρα δημοσιευθείσες δημοσκοπήσεις του τελευταίου εξαμήνου (Απρίλιος έως και Σεπτέμβριος 2018) από γνωστές εταιρείες δημοσκοπήσεων (και ασχέτως των επιτυχιών ή αποτυχιών προβλέψεως και της εκτιμήσεως ή μη που χαίρουν από μερίδα του λαού), τα στοιχεία που δίνονται έχουν ως κοινό σημείο την πιθανότητα εκλογικής νίκης της Νέας Δημοκρατίας (κάποιες φορές ακόμη και με αυτοδυναμία κατόπιν αναγωγών), το ενδεχόμενο να καταλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ την δεύτερη θέση (με βάση πάντα τα σημερινά δεδομένα) και τα σταθερά (αν και κατά περιόδους αυξομειούμενα) ποσοστά του τρίτου (στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές) κόμματος της Χρυσής Αυγής.
Είναι γνωστό τόσο στους επικεφαλής όσο και στα επιτελεία τους, αλλά και σε μερίδα τού εκλογικού σώματος το ευμετάβλητον της ψήφου έως και την τελευταία πριν την κάλπη στιγμή (για όσους επιλέξουν εν τέλει να φτάσουν έως την κάλπη, διότι το ποσοστό αποχής στη χώρα μας έχει, εδώ και αρκετές εκλογικές αναμετρήσεις, σταθεροποιημένη αυξητική τάση και φαίνεται ότι με τα σημερινά δεδομένα τείνει να πλησιάσει το 50% των ψηφοφόρων, παρά το ότι εκτιμάται πως θα γίνουν απόπειρες περιορισμού του). Γι’ αυτό και οι κατά καιρούς μετρήσεις περιλαμβάνουν διάφορες και διαφορετικές παραμέτρους ώστε τα επιτελεία να τροποποιήσουν την στρατηγική και την τακτική τους για αύξηση της εκλογικής τους δύναμης.
Από το περασμένο ήδη έτος υπάρχει ένταση ενός ενδιαφέροντος στοιχείου το οποίο παρατηρήθηκε και παλαιότερα σε μικρότερη έκταση: η παρουσία ενός κοινού το οποίο επιθυμεί να ψηφίσει ένα πατριωτικό κόμμα, δεν θεωρεί όμως ως τέτοιο τη Νέα Δημοκρατία και τους Ανεξάρτητους Έλληνες (με διαφορετικές πάντως εξηγήσεις), πολλώ δε μάλλον τα υπόλοιπα κόμματα που υπάρχουν σήμερα στη Βουλή, εξαιρουμένης της Χρυσής Αυγής και ανεξαρτητοποιημένων βουλευτών αυτής και λίγων Κεντρώων για πρόσφατες θέσεις τους σε κάποια εθνικά ζητήματα.
Ένα μέρος από το προαναφερθέν κοινό, για αιτίες που δεν άπτονται της παρούσης προσεγγίσεως, παρά το ότι θεωρεί πως το κόμμα της Χρυσής Αυγής εκφράζει πατριωτικές και εθνικιστικές θέσεις, δεν θέλει να το ψηφίσει (ή ξαναψηφίσει). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα ποσοστό Ελλήνων, το οποίο επιθυμεί να ψηφίσει πατριωτικά ή και εθνικιστικά αλλά δεν εκφράζεται - για τους δικούς του λόγους - από τα κόμματα της παρούσης Βουλής.
Ευκόλως εξηγητέα λοιπόν είναι η ένταση της προσπάθειας παλαιοτέρων πατριωτικών και εθνικιστικών κομμάτων και κινημάτων, καθώς και η εμφάνιση σχετικά νέων κομμάτων και συλλογικοτήτων (αν και συχνά με πρόσωπα όχι τόσο νέα στην πολιτική). Τα κίνητρα όλων αυτών θα μπορούσε να εκτιμηθεί ότι κινούνται στο φάσμα μεταξύ άδολης αγάπης για το έθνος των Ελλήνων έως υστερόβουλης εγωκεντρικότητας και συμφεροντολογίας (πραγματικής ή εικαζομένης). Σε ένα τέτοιο σκηνικό, δεν είναι εύκολο να αγνοηθούν και οι θεωρίες που εμπλέκουν εντόπιες και ξένες δυνάμεις και υπηρεσίες, όμως ελλείψει συγκεκριμένων στοιχείων υπό του γράφοντος αυτές οι προσεγγίσεις τοποθετούνται προς ώρας στις λεγόμενες «θεωρίες συνομωσίας» και δεν θα μας απασχολήσουν περισσότερο στο παρόν κείμενο.
Εκλογικές συνεργασίες με στόχο το 3%
Ο πολυκερματισμός του λεγομένου «πατριωτικού χώρου» (με ευρεία ερμηνεία του τι μπορεί να σημαίνει «πατριωτικός χώρος») είναι - βάσει των γεγονότων - δεδομένος. Ο αριθμός των κομμάτων, κινημάτων, συλλογικοτήτων και φορέων αθροίζεται πλέον σε δεκάδες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αλλά και δημοσκοπήσεις που έχουν έως τώρα δημοσιοποιηθεί, πολύ δύσκολα ξεπερνά το απαραίτητο όριο του 3% κάποιο από αυτά τα κόμματα που λογίζονται ως «μεγαλύτερα από τα μικρότερα» για να εισέλθει στη Βουλή (εξαιρείται η Χρυσή Αυγή, η οποία έχει προς ώρας συγκεκριμένη θέση για τα «περί ενότητας και συνεργασιών» και ποσοστά που μετρώνται άνω του 3% έως και διψήφιο αριθμό, αναλόγως της περιόδου, της μετρήσεως και των αναγωγών).
Η λογική των εκλογικών συνεργασιών, συμμαχιών, συνασπισμών - ή όπως αλλιώς - φαντάζει για κάποιους ως λύση και διέξοδος για τα υπόλοιπα προαναφερθέντα κόμματα. Δεν διαφεύγει της προσοχής μας πως θα μπορούσε να ειπωθεί ότι πολλά κόμματα με ποσοστά κάτω του 3%, υπηρετούν ηθελημένα ή αθέλητα την πολιτική της Νέας Δημοκρατίας (εάν τελικώς είναι πρώτο κόμμα) γιατί κατά μία ερμηνεία πλαγιοκοπούν την Χρυσή Αυγή και τους Ανεξάρτητους Έλληνες (όμως υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις) και συγχρόνως δεν ενοχλούν με την - υποθετικά μιλώντας - μη είσοδό τους στη Βουλή. Και αυτό διότι, όσο μεγαλύτερο είναι το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που δεν εισέρχονται στη Βουλή (που δεν συγκεντρώνει δηλαδή κάποιο από αυτά 3%) τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό που χρειάζεται για αυτοδυναμία όποιο κόμμα έρθει πρώτο. Σημειώνεται ως παράδειγμα ότι συνολικό ποσοστό όλων των εκτός Βουλής κομμάτων περίπου 10% σημαίνει αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος με ποσοστό περίπου 36%. Εάν το 10% είναι εν τέλει 11%, η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος γίνεται εφικτή με περίπου 35,5%, με αυτή δε την λογική κατανοείται καλύτερα η εκλογική αναμέτρηση.
Σε περίπτωση λοιπόν εκλογικής συνεργασίας μεταξύ των υπολοίπων πατριωτικών και εθνικιστικών κομμάτων και κινημάτων, εάν θεωρηθεί ότι το συνολικό άθροισμα των ψήφων όλων αυτών είναι άνω του 3% (σύμφωνα μάλιστα με αρκετά στελέχη τους εκτιμάται ως πολύ παραπάνω μέχρι και υπερδιπλάσιο), τότε κάποιοι επικεφαλής, στελέχη και πολιτευτές γίνονται βουλευτές. Εάν δεν επιλέξουν την λογική της συνεργασίας τους, ενδεχομένως κανένα από αυτά δεν θα καταφέρει να ξεπεράσει το ποσοστό 3% που επιτρέπει την είσοδο στη Βουλή.
Βεβαίως, πρέπει για λόγους δεοντολογίας να σημειωθεί πως κάποιοι επικεφαλής εκτιμούν ότι το κόμμα ενός εκάστου μπορεί να ξεπεράσει το 3% και πως το δικό του κόμμα θα συσπειρώσει την ποσοτικά κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων. Σεβαστή η εκτίμηση καθενός, η οποία βεβαίως θα κριθεί εκ του τελικού αποτελέσματος.
Τα σενάρια μετεκλογικών συνεργασιών
Εφ’ όσον κανένα κόμμα από όσα κινούνται στον χώρο που προαναφέραμε δεν καταφέρει να μπει στη Βουλή, στην περίπτωση που νικητής των βουλευτικών εκλογών είναι το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας του κ. Μητσοτάκη αλλά όχι με αυτοδυναμία, θα αναζητήσει πιθανούς συμμάχους με διαφορετική ατζέντα συζητήσεως για να κάνει Κυβέρνηση. Εάν ένα κόμμα ή συνεργασία περισσοτέρων πατριωτικών κομμάτων καταφέρει να εισέλθει στη Βουλή, λαμβάνοντας πάλι υπ’ όψιν το ανωτέρω σενάριο (που βεβαίως δεν είναι το μοναδικό, αλλά πιθανή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ή κατάληψη της δεύτερης θέσης από άλλο κόμμα δημιουργεί διαφορετικά προς συζήτηση σενάρια), ενδεχομένως να βρεθεί εμπρός σε μια δύσκολη πραγματικότητα: να δεχθεί πρόταση να στηρίξει τον μη αυτοδύναμο νικητή των εκλογών.
Σε μια τέτοια περίπτωση, α) η απάντηση μπορεί να είναι συνολικά θετική, β) η απάντηση μπορεί να είναι συνολικά αρνητική, γ) να υπάρξει διχογνωμία, αυτονομήσεις ή και διάσπαση άμεσα, ακόμη και ετεροπροσχωρήσεις.
Στην α) περίπτωση, ουσιαστικά όλες οι διεργασίες με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε ενέργεια, χρόνο, χρήμα κ.α. θα έχουν λειτουργήσει υπέρ της Νέας Δημοκρατίας, η δε δυνατότητα του λεγομένου «συστήματος» να αφομοιώνει και να οδηγεί σε μεταλλάξεις (με αντάλλαγμα κάποιες αποδεκτές υπό αυτού παραχωρήσεις) θα έχει πάλι επιβεβαιωθεί.
Στην β) περίπτωση, θα υπάρχει (και άλλο) διακριτό πατριωτικό κόμμα στη Βουλή και το πρώτο κόμμα θα επιχειρήσει να προβεί σε άλλες συνεργασίες οπότε και θα αποδεχθεί μέρος της ατζέντας άλλων και όχι μια ατζέντα που θα μπορούσε να τεθεί από το πατριωτικό κόμμα (π.χ. φραγμός στη παράνομη μετανάστευση, ανατροπή του αντεθνικού προσυμφώνου των Πρεσπών κ.ά.). Εάν αυτό συμβεί, πατριωτικό κόμμα και Χρυσή Αυγή θα έχουν σε επόμενη φάση σημαντικές οσμώσεις στην θεματολογία, αλλά και στους ψηφοφόρους. Ένα τέτοιο γεγονός, θα μπορούσε να λειτουργήσει τόσο πολλαπλασιαστικά δυναμικά όσο και ανταγωνιστικά. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ωριμότητα και η ιδιαίτερη σκοποθετική των επικεφαλής θα καθορίσει εν πολλοίς και την προοπτική. Μια προοπτική που θα μπορούσε να φέρει τις πατριωτικές και εθνικιστικές δυνάμεις σε θέση να διεκδικήσουν ακόμη και την εξουσία.
Στην γ) περίπτωση, αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται να διαλύεται τάχιστα κάτι που με κόπο θα είχε δυνητικά προκύψει, ίσως κάποιοι βουλευτές του να μπορούν να λειτουργήσουν ως η «μαγιά» για ένα μεγάλο εθνικό κόμμα, το οποίο θα μπορέσει να λειτουργήσει ενωτικά, συσπειρωτικά και να εκπονήσει ταχέως με σοβαρότητα και υπευθυνότητα ένα σύγχρονο εθνικό σχέδιο για να πείσει το μεγάλο ποσοστό του ελληνικού λαού να το εμπιστευθεί.
Οι υποθέσεις β) και γ) εκτιμώνται ως πιθανότερες (αν και η κοσμοαντίληψη, το «εγώ» και το «πολιτικό περιβάλλον» ενός εκάστου μάλλον θα κρίνουν τις όποιες εξελίξεις).
Εκ των ανωτέρω συνάγονται τα εξής:
Προτάσεις και σχέδια προς διαβούλευση
Για την ώρα, έχουν κατατεθεί δημοσίως για διαβούλευση από κάθε ενδιαφερόμενο, ένα ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο ως βάση συζήτησης (Σχέδιο Διακήρυξης Φ) και ένα συγκεκριμένο κείμενο με προτεινόμενα σημεία μιας πρώτης πολιτικής συμφωνίας (25 Πολιτικές Θέσεις), ενώ έχει προωθηθεί σε επικεφαλής (ή «αντ’ αυτών») πατριωτικών κομμάτων και κινημάτων ένα ψήφισμα που υπογράφεται από πατριώτες και εθνικιστές οι οποίοι απαρτίζουν ένα άτυπο Εθνικό Συντονιστικό Όργανο.
Σε σχέση με τα ανωτέρω, υπάρχουν δύο στοιχεία τα οποία χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεως:
1. Λέγεται από κάποιους πατριώτες ότι η λέξη «εθνικισμός» έχει αρνητικό πρόσημο για κάποιους πιθανούς ψηφοφόρους. Το ότι ο εθνικισμός έχει σπιλωθεί - από πολλούς και για διάφορους λόγους - δεν σημαίνει ότι χάνει την ουσία του και την αξία του. Σημειώνεται μάλιστα πως ένα ποσοστό ψηφοφόρων της τάξεως περίπου του 7% έχει ήδη ψηφίσει σε εκλογές το κόμμα της Χρυσής Αυγής, το οποίο ονομάζεται εδώ και χρόνια εθνικιστικό, ενώ ένα ακόμη ποσοστό της τάξεως τουλάχιστον 3% (κατ’ άλλους πολύ μεγαλύτερο) δηλώνει ότι θα ψήφιζε εθνικιστικό κόμμα.
2. Υπάρχουν κάποια άλλα σημεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πιθανές διαφωνίες των όποιων οιονεί εταίρων. Όμως είναι συνειδητή επιλογή να μην προταχθούν σημεία που μπορεί να οδηγήσουν σε διαφωνίες (παρά το ότι εκτιμάται ότι θα δημιουργηθούν ζητήματα εξ αυτών σε μέλλοντα χρόνο). Προτάσσονται σημεία συμφωνίας γιατί η Ελλάδα καταστρέφεται, οι Έλληνες χάνονται και είναι επιτακτικότατη ανάγκη η άμεση εύρεση κοινού παρονομαστή για συνεννόηση όλων όσοι θέλουν να αγωνισθούν για να σωθεί η Ελλάδα και οι Έλληνες. Εν κατακλείδι: οι εθνικιστές δέχονται τους πατριώτες, οι πατριώτες δέχονται τους εθνικιστές; Είναι εφικτό να υπερπηδηθούν οι εγωισμοί και οι όποιες διαφωνίες;
Εάν ναι, τότε φαντάζει εφικτή η ένωση όλων των πατριωτικών δυνάμεων ή έστω η συσπείρωση και η εκλογική συνεργασία όλο και περισσοτέρων κομμάτων και κινημάτων και απλών ψηφοφόρων για την δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού κόμματος, ενός μεγάλου «πολιτικού κόμματος εξουσίας» υπέρ Ελλάδος και Ελλήνων με κοινό τόπο τον πατριωτισμό.