Το μήνυμα των «άδοξων ποιητών» μοιάζει να «πιάνει» στεριά - Συνέντευξη του Ρένου Χαραλαμπίδη και του Γιάννη Χριστόπουλου

  • Δημοσιεύτηκε: 26 Οκτώβριος 2019

    Από την πρώτη στιγμή, το «Άβαλον των Τεχνών» δήλωσε λάτρης των λιγότερο γνωστών και αγνοημένων καλλιτεχνών του παρελθόντος που είχαν να πουν κάτι στον σύγχρονο κοινό. Έτσι όταν ο Ρένος Χαραλαμπίδης και ο Γιάννης Χριστόπουλος, παλιοί γνώριμοι του περιοδικού, δήλωσαν ότι ανεβάζουν μια παράσταση για αγνοημένους συνθέτες και ποιητές του Μεσοπολέμου, το πρώτο πράγμα που σκεφθήκαμε ήταν μια συνέντευξη μαζί τους.

    Tην Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019, παρουσιάζεται στο Μέγαρο Μουσικής μια μουσική παράσταση με τίτλο «Μπαλάντα για τους άδοξους ποιητές των αιώνων». Τι να περιμένουμε;

    Γιάννης: Eκείνο που μπορούμε να πούμε ότι εκείνο που χαρακτηρίζει την παράσταση είναι η ποιότητα από όλες τις πλευρές. Η οποία δεν είναι δεδομένη, αγωνιζόμαστε για αυτήν διαρκώς.

    Ρένος: Η ποιότητα είναι το αποτέλεσμα της έρευνας και της αγωνίας μας γύρω από το αντικείμενό μας και πάντα μίας αυτοαμφισβήτησης.

    Γιάννης: Kαι το κοινό μας το βλέπουμε όχι ως μάζα, αλλά ως πρόσωπα, ως ψυχές οι οποίες μέσα σε αυτή τη βραδιά φιλοδοξούμε να γίνουν πιο πρόσωπα. Εννοώ, οι ψυχές τους να ενωθούν μέσα από αυτή τη βραδιά.

    Ρένος: Και πώς ενώνονται οι ψυχές; Μέσα από κοινά μυστικά. Θα αποκτήσουμε ένα κοινό μυστικό που θα είναι η αγάπη μας για τους άδοξους ποιητές που πέρασαν τον 20ο αιώνα κυρίως γύρω από το μεσοπόλεμο, με πολύ μικρές εξαιρέσεις, οι οποίοι, ενώ παρήγαγαν φως, ξεχάστηκαν στη σκιά. Όμως έχουν επιλεγεί και συνθέτες ενός ρεπερτορίου που του άξιζε μεγάλο φως, γιατί δημιούργησαν για το φως και τελικά ή ξεχάστηκαν στη σκιά, ή, για να είμαστε αισιόδοξοι, απλά ακόμα η πορεία τους προς το φως δεν έχει ολοκληρωθεί.

    Γιάννης: Εγώ αποδέχομαι αυτό, ότι η πορεία τους προς το φως ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί.

    Γιάννη, θα ήθελα να μου πεις ως τενόρος που είσαι, για αυτούς τους ξεχασμένους συνθέτες.

    Γιάννης: Κοίταξε να δεις, για να είμαστε τώρα ακριβείς, δεν είναι απολύτως ξεχασμένοι, είναι κατά κάποιον τρόπο λιγότερο φωτισμένο το έργο τους στην κοινωνία. Η κοινωνία δεν είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με το έργο τους. Συνθέτες όπως είναι ο Δημήτρης Ρόδιος. Ο Δημήτρης Ρόδιος είναι ένας εξαιρετικός συνθέτης-τραγουδοποιός, Αθηναίος, έγραψε καθαρά αστική, αθηναϊκή μουσική, είναι της αθηναϊκής σχολής. Έχει γράψει καντάδες, έχει γράψει και τραγούδια πάρα πολλά, και η ομορφιά της υπόθεσης είναι ότι τα τραγούδια του Ροδίου, κυρίως προπολεμικά, παίζονταν στα σαλόνια των σπιτιών, τότε που δεν υπήρχαν πολλά γραμμόφωνα και η μουσική δεν παρήγετο τόσο εύκολα με ένα δίσκο που βάζουμε τώρα ή μία κασέτα παλιότερα, έπρεπε να ήταν ζωντανή. Όποιο σπίτι είχε κλειδοκύμβαλο, πιάνο, ήταν τα τραγούδια του Ρόδιου, τα οποία ήταν η ζωντανή τους διασκέδαση, ήταν προϊόν αγάπης του ευρέως κοινού στην εποχή στην Αθήνα. Ένας συνθέτης ο οποίος σπούδασε νομικά, παράτησε την Νομική για να ασχοληθεί απολύτως με την μουσική και για να επιβιώσει οικονομικά επειδή δεν μπορούσε μέσα από το τραγούδι, είχε ανοίξει με τον αδερφό του ένα κορνιζάδικο στην οδό Βουλής απέναντι από τη στοά Μπόκολα, σε ένα νεοκλασικό κτίριο που υπάρχει ως ερείπιο όμως τώρα. Εκεί ήταν το κορνιζάδικο των αδερφών Ροδίου, ο οποίος έζησε πάρα πολλά χρόνια και έχει γράψει και εκκλησιαστική μουσική, τετράφωνη μουσική για την Εκκλησία, και καντάδες και αυτά τα εξαιρετικά τραγούδια. Αυτού του συνθέτη τα τραγούδια είναι εξαιρετικά μελωδικά, αρμονικά και πάρα πολύ όμορφα. Από την άλλη, σε αντιδιαστολή ας πούμε ο Καζάσογλου ήταν ένας σπουδαίος συνθέτης, ένας διανοούμενος, ο οποίος έχει ένα ιδεολογικό πρόταγμα στη ζωή του και στην τέχνη που κάνει. Αγωνίζεται για να επικοινωνήσει την σύγχρονη ελληνική μουσική, προσπαθεί να φτιάξει μία σύγχρονη μουσική αλλά ελληνική.

    Αν δεν κάνω λάθος είχε σχέση με την Εθνική Μουσική Σχολή.

    Γιάννης: Ακριβώς. Ανήκε στην Εθνική Σχολή, δεν είχε τη φήμη του Καλομοίρη, γιατί αυτά παίζουν λίγο και με το πόσο «πολιτικός» είσαι. Αυτός δεν ήταν. Υπήρξε σοβαρός άνθρωπος, πάρα πολύ καλλιεργημένος, έγραφε ποίηση και ο ίδιος, πάρα πολύ μορφωμένος, χαμηλών τόνων απ’ ό,τι έχω μάθει και έχω ρωτήσει, δούλευε πολλά χρόνια και στην ΕΡΤ, έγραφε μουσική. Ήταν παντρεμένος με μία μέτζο-σοπράνο, γι’ αυτό και βλέπεις ότι τα περισσότερα τραγούδια του είναι για γυναικεία φωνή χαμηλή και για αυτό διαλέξαμε μόνο ένα του, γιατί τα πιο πολλά τραγούδια ήταν γραμμένα επάνω στη φωνή της γυναίκας του και δεν ευνοούν να τα πει τενόρος. Αυτός ψάχνει να βρει αρχαϊκά στοιχεία στη μουσική του, υπάρχει ένα κομμάτι που λέγεται «Αρχαϊκή Μινιατούρα» δεν την παίζουμε στην βραδιά που κάνουμε, αλλά είναι μία μουσική η οποία δεν είναι τόσο εύκολη για το αυτί του μέσου ακροατή, αλλά είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα.

    Πέρα από τον Ρόδιο και τον Καζάσογλου, ποιους άλλους συνθέτες διαλέξατε;

    Γιάννης: Συνθέτες όπως ο Θεοφάνους, ο Καμηλιέρης, ο Τιμόθεος Ξανθόπουλος που είναι πιο παλιός και από τον Ρόδιο, έγραψε μουσική της εποχής του, αρχές του 20ου αιώνα. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι σπούδασε μουσική στη Βιέννη και στο πτυχίο που έχει, ο ένας που υπογράφει το δίπλωμά του είναι ο Γιόχαν Μπραμς. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πάρα πολλά έργα του. Το τραγικό στην ιστορία αυτών των συνθετών είναι ότι δυστυχώς, επειδή παλιότερα δεν υπήρχαν οι τεχνικές ανέσεις να αποτυπωθούν τα έργα τους ως εκδόσεις συγκεκριμένες και οργανωμένες, χάθηκαν πάρα πολλά πράγματα, γιατί ήταν γραμμένα στο χέρι. Πολλοί από τους συνθέτες οι οποίοι πέθαναν, οι συγγενείς τους δεν ήξεραν τι είχαν και τα πέταγαν, και έτρεχαν διάφοροι φιλόμουσοι μαέστροι στα σκουπίδια για να βρουν ό,τι προλάβουν. Χάθηκαν έτσι πάρα πολλά αξιόλογα πράγματα ακόμα και μεγάλων συνθετών. Αυτό δεν βοήθησε την παραμονή και τη διάσωση πολλών πραγμάτων. Βέβαια τα τελευταία χρόνια γίνεται μία πάρα πολύ σημαντική προσπάθεια και υπάρχει φως και αισιοδοξία και σιγά-σιγά βλέπετε ότι οργανώνονται τα πράγματα και σιγά-σιγά δημιουργείται το υλικό και αποτυπώνεται και σε εμάς. Βάζουμε επίσης και ένα τραγούδι σύγχρονο, του σύγχρονου συνθέτη και ζώντος ποιητού του Ερρίκου Βάιου και του Καρτελιά το ποίημα, «Βουτάω στα μάτια των ανθρώπων». Αυτό το κάνουμε γιατί πραγματικά εγώ και ο Ρένος, θεωρούμε ότι αυτά τα πράγματα επειδή ακριβώς αφορούν το σήμερα, έχουν επηρεάσει και τους σημερινούς ανθρώπους.

    Ρένο θα μας πεις πως έγινε η επιλογή των ποιητών που παρουσιάζετε στο Μέγαρο;

    Ρένος: Εμένα πάντα με απασχόλησε στην ιστορία της τέχνης το τι μένει και τι χάνεται. Πάντα δηλαδή με απασχολούσαν και οι τεχνητοί μηχανισμοί, το σύστημα το λεγόμενο, αλλά και κάποιοι φυσικοί μηχανισμοί, όπως είναι οι φυσικοί μηχανισμοί επιλογής στη φύση όπου το πιο αδύναμο είδος εξαφανίζεται. Το ότι έχουν εξαφανιστεί από τη φύση κάποια ζώα, δεν σημαίνει ότι δεν θα θέλαμε να τα δούμε σήμερα ή ότι δεν θα γοητευόταν ο άνθρωπος εάν σήμερα έβλεπε έναν τυραννόσαυρο. Ο τυραννόσαυρος όμως, παρόλο που ήταν τόσο δυνατός, δεν κατάφερε να επιβιώσει και επιβίωσε ας πούμε η κατσαρίδα. Εμείς, τώρα, μέσα από τους άδοξους ποιητές του 20ου αιώνα, του μεσοπολέμου και στα πέριξ του μεσοπολέμου, προσπαθούμε να βρούμε αβγά δεινοσαύρων που δεν έσκασαν ποτέ. Ο λόγος που δεν έσκασαν ήταν τα ιστορικά γεγονότα. Όλοι πήγαν στη μάχη και σκοτώθηκαν, προσωπικά πάθη, ναρκωτικά, ατυχίες, φυματιώσεις, αρρώστιες, αστοχίες δικές τους, έλλειψη επικοινωνιακής ευφυΐας. Γιατί το να είσαι σπουδαίος ποιητής, δεν σημαίνει ότι είσαι ένας έξυπνος άνθρωπος που προωθεί το έργο του.

    Γιάννης: Επίσης υπάρχει μεγάλος εγωισμός είναι εγωισμός, ένας εγωισμός ο πιο μεγάλος του τύπου «Θα με απορρίψετε εσείς και εγώ δεν θα κάνω τίποτα».

    Ρένος: Ίσως να πούμε και κάτι πιο σκληρό, μία τεμπελιά, που τέλος πάντων έκανε όλη αυτή την μικρή ποιητική τους παραγωγή – αυτοί έγραψαν λίγο και εξέδωσαν ακόμη λιγότερο – να μείνει για πάντα σε μία εκκρεμότητα και δυστυχώς η μοίρα της κάθε εκκρεμότητας, είτε είναι στην πολιτική, είτε στην ποίηση, είναι το σκοτάδι, είναι η λήθη.

    Γιάννης: Εγώ πάντως δεν είμαι σίγουρος ότι όλοι αυτοί οι άδοξοι καλλιτέχνες δεν έπεσαν θύματα καταστάσεων, όπως των σημερινών. Όπως όταν το ΔΟΛ κτυπούσε την «Εθνική Λυρική Σκηνή» για να προωθήσει το δικό του «μαγαζί» που ήταν το Μέγαρο Μουσικής. Ή όταν ένας κριτικός θάβει έναν ηθοποιό για να προωθήσει τον δικό του ηθοποιό.

    Ρένος: Όμως το ταξίδι στο σκοτάδι είχε και ένα «συν». Είναι σαν ψυγείο, δίνει φρεσκάδα σε αυτό που ξεχνιέται και έρχεται σαν καινούριο και φρέσκο. Άρα μέσα στο σκοτάδι των ανθρώπων αυτών, βλέπουμε και μία φρεσκάδα που δεν την ξέρανε ο ήλιος της τριβής με την πραγματικότητα και αυτοί έρχονται σαν ένα μήνυμα σε ένα μπουκάλι που τελικά βρήκε την ακτή του.

    Ποιους ποιητές έχετε;

    Ρένος: Τον Μίνω Ζώτο, τον Γιάννη τον Αηδονόπουλο που τον ξέρουν λίγοι, τον Μπάκα.

    Γιατί τους διαλέξατε αυτούς τους συγκεκριμένους;

    Ρένος: Για να είμαι ειλικρινής έχω κάνει ένα κολπάκι με το κοινό, έχω επιλέξει – και ίσως να αδικώ και κάποιους άλλους που είχαν πιο ήσυχη ζωή – ποιητές με περιπετειώδη βίο. Ίσως αδικώ ποιητές ελάσσονες που δεν είχαν εντυπωσιακό τρόπο ζωής και υπήρξαν ίσως και πιο σπουδαίοι από αυτούς που έχω διαλέξει, αλλά επειδή τα χτυπήματα της τύχης και η επιλογή της περιπέτειας – στοιχείο του Ρεμπώ – και επειδή είναι η πρώτη μας προσπάθεια και χρειαζόμαστε και το κοινό να έρθει να μας δει, διάλεξα και ποιητές με πολύπλοκο βίο. Επίσης, καμία φορά αυτό φαίνεται στην ποίησή τους. Βλέπεις δηλαδή στον Μίνω Ζώτο, που πέθανε και πολύ νέος, ότι είναι μία προσωπικότητα που αναζητά την περιπέτεια, που δεν του βγήκε σε καλό.

    Τι περιπέτεια;

    Ρένος: Τα ναρκωτικά. Μην ξεχνάμε ότι ο μεσοπόλεμος είναι η εποχή όπου έρχεται ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η ηρωίνη που είναι το νέο παυσίπονο για τη μάχη, κατακλύζει τα λιμάνια της Μεσογείου. Φαντάσου δηλαδή λοιπόν τι παροχή ναρκωτικών έχουμε και σε μία εποχή που δεν απαγορευόταν η ηρωίνη, απαγορεύτηκε μετά επί Μεταξά, επειδή υπήρχαν 22.000 ηρωινομανείς μόνο στον Πειραιά. Δηλαδή σε μία εποχή που η μορφίνη και η ηρωίνη αγοράζεται ως παυσίπονο, αυτοί οι άνθρωποι ζουν έναν έκλυτο βίο στα καφενεία της Ομόνοιας ή στο σπίτι του Λαπαθιώτη, όπου ο Λαπαθιώτης συνθέτει foxtrot, χορευτική νεανική μουσική, για τους φίλους του. Αυτά σχετικά με τους ποιητές.

    Γιατί διαλέξατε για τίτλο το «Μπαλάντα για τους άδοξους ποιητές των αιώνων»;

    Ρένος: Άξονας της παράστασης είναι το ποίημα του Καρυωτάκη «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων», όπου θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι, ο Καρυωτάκης δεν φαντάστηκε ποτέ ότι θα γνώριζε αυτή τη δόξα που γνώρισε. Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ! Εξέδωσε ελάχιστα, αυτοκτόνησε νεότατος και χωρίς καμία ένδειξη ότι κάποιος είχε παρακολουθήσει το έργο του, άρα αυτός έζησε ως άδοξος ποιητής και σίγουρος ότι ποτέ δεν θα ερχόταν η δόξα, και όμως ήρθε. Για αυτό σε 100 χρόνια μπορεί αυτούς που σήμερα τους λέμε άδοξους, να μην είναι και τόσο άδοξοι. Για αυτό παίρνω την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» και είναι άξονας και σκελετός της παράστασής μας και στο τέλος ολοκληρώνουμε την παράσταση απαγγέλλοντας χαμογελαστά την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» με την έννοια ότι δεν ξέρεις, μπορεί να γυρίσει, δεν είναι απαραίτητο ότι θα μείνεις για πάντα άδοξος. Δεν είναι τυχαίο που ο Εμπειρίκος έγραψε το στίχο το 1950: «Το έχω πει πολλές φορές και θα το πω πολλάκις, είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης». Αυτό το έκανε γιατί υπήρχε μία μεγάλη μάχη εάν ήταν ή δεν ήταν μεγάλος ποιητής ο Καρυωτάκης, όπως και οι φίλοι μας, οι άδοξοι ποιητές. Είδες λοιπόν που ο χρόνος επέλεξε τον Κώστα τον Καρυωτάκη; Ο χρόνος μπορεί να έχει άλλα σχέδια για τα φιλαράκια μας που χόρευαν foxtrot γύρω από το πιάνο του Λαπαθιώτη και που θα την παίξουμε εμείς την παρτιτούρα αυτή, γιατί την έχουμε ακριβώς. Ακούστηκε μόνο στο σπίτι του Λαπαθιώτη.

    Γιάννης: Εδώ να πούμε ότι ένας λόγος που αγνοήθηκαν ήταν ότι η επόμενη γενιά που ήρθε, είχε σπουδές στο εξωτερικό, ήταν αστοί. Αυτοί έγραφαν στην Ομόνοια, οι άλλοι γράφουν στο Κολωνάκι, τους συνέτριψαν. Είχαν λεφτά για αυτοεκδόσεις, κάποιοι έβγαλαν περιοδικά, είχαν πολύ μεγάλες θέσεις στην εξουσία, ήταν γόνοι πλουσίων.

    Παίζει ρόλο αυτό.

    Ρένος: Επίσης η Αριστερά τους αποκήρυξε σαν έκλυτους, την ζωή τους σαν προϊόν της αστικής παρακμής, μιλάμε για ομοφυλοφιλία, μιλάμε για ναρκωτικά, ελάχιστοι εντάχθηκαν στην Αριστερά.

    Για αυτό έμειναν εκεί που έμειναν.

    Γιάννης: Ναι, μπορεί, γιατί η Αριστερά από ένα σημείο και μετά, ιδιαίτερα μετά το ‘50 καθόρισε την καλλιτεχνική αξία του τόπου. Αυτοί που ήταν αριστεροί την δεκαετία του ‘30, ‘40, μετά, η ίδια η Αριστερά, την ποίησή τους δεν τη στήριξε γιατί ήταν μία ποίηση μελαγχολική, δεν ήταν μία ποίηση που συνέφερε, άρα και οι μεν και οι δε βρέθηκαν χαμένοι. Έμειναν εκτεθειμένοι, δίχως προστασία. Τελικά η καλλιτεχνική δημιουργία εκ των πραγμάτων χρειάζεται μία προστασία για να μπορέσει να αντέξει, είναι πολύ ευαίσθητη από τη φύση της. Για να αντέξει και να ταξιδέψει μέσα στην κοινωνία χρειάζεται κάποια προστασία, αυτοί οι άνθρωποι έμειναν απροστάτευτοι και για αυτό νομίζω χάθηκε το έργο τους. Από τον εαυτό τους και από τις περιστάσεις απροστάτευτοι.


    Η συνέντευξη δόθηκε στον Γιώργο Πισσαλίδη και δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο Avalon of the Arts.