«Φτάνουν πια οι μάρτυρες. Χρειαζόμαστε ήρωες!» αναφωνούσε στα έργα του ο Ίων Δραγούμης, στην προσπάθειά του να ξεσηκώσει τον Ελληνισμό για να σωθεί η Μακεδονία από την βουλγαρική επιβουλή. Πώς όμως να μιλήσεις για ήρωες σε έναν λαό που εκλέγει και ανέχεται ηγεσίες λιπόψυχες και εθελόδουλες; Ηγεσίες που κρύβονται πίσω από την προσπάθεια «επίτευξης του εφικτού», που και αυτή συνήθως είναι αποτυχημένη!
Και όμως! Πίσω από τα κουρασμένα βλέφαρα μιας γενιάς που φεύγει και συντηρεί ακόμη με την θεσμική έκφρασή της ένα σύστημα εξουσίας το οποίο καταρρέει με ταχείς ρυθμούς, πάνω από τους καπνούς των τεκέδων των διάφορων «κοινωνικών χώρων», πέρα από τα ουτοπικά οράματα απολιθωμένων ιδεολογιών, αλλά και από την μαγιά όσων αντιστάθηκαν στην μετανάστευση, η ελπίδα έχει ήδη γεννηθεί.
Με ενοχλεί αφάνταστα η φράση που ακούω συχνά, ότι «η νεολαία διακατέχεται από εθνομηδενιστικές αντιλήψεις, οι τοίχοι είναι γεμάτοι συνθήματα αντεθνικά, δεν ξέρουν ποιους πολεμήσαμε το 1940 κ.λπ.» Και αυτά τα λένε άνθρωποι που δεν μίλησαν ποτέ στα παιδιά τους για πατρίδα, αφήνοντας την διαπαιδαγώγησή τους σε ένα ισοπεδωτικό και αντεθνικό σύστημα Παιδείας, δεν τους εξήγησαν ποτέ το νόημα των παρελάσεων, εγκαταλείποντάς τα έρμαια μιας ύπουλης αντεθνικής προπαγάνδας για την κατάργησή τους, δεν τα μύησαν ποτέ στο θείο δώρο της ζωής, στην οποία οι ίδιοι τα έφεραν, και τα παράτησαν άοπλα στην επίθεση ανώμαλων και περιθωριακών συμπεριφορών από εκφραστές μιας αυτοκτονικής αντίληψης για την ανθρώπινη ύπαρξη.
Και όμως! Αυτή η νεολαία αποφάσισε να αντισταθεί! Αναμετρήθηκε με όλους αυτούς και ήδη κατήγαγε τις πρώτες νίκες της. Μετρήθηκε τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Και στα δύο, η νίκη της ήταν συντριπτική! Και ήταν φυσικό να συμβεί έτσι. Είναι πολύ διαφορετικό το να υπερασπίζεσαι μια αφύσικη ουτοπία από το να δίνεις την μάχη για την ίδια σου την ζωή, την ταυτότητά σου, την ιστορία σου και την κληρονομιά σου. Αυτή την μάχη επέλεξε να δώσει η ελληνική νεολαία και κατέκλυσε δρόμους και πλατείες για την Μακεδονία, αλλά και για την Βόρειο Ηπειρο. Όπως θα κάνει για καθετί και με κάθε αφορμή που θα της δοθεί, προκειμένου να υπερασπίσει τα αυτονόητα που συνθέτουν την ίδια της την ύπαρξη.
Όποιος αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν ακόμη νέοι άνθρωποι σαν τον Κωνσταντίνο Κατσίφα, δεν χρειάζεται να πάει μακριά για να βρει την απάντηση. Ούτε να την αναζητήσει σε επιστημονικά συγγράμματα ψυχολογίας και κοινωνικής συμπεριφοράς. Αρκεί να έρθει έστω μία φορά σε ένα από εκείνα τα αυθόρμητα συλλαλητήρια για τα εθνικά μας δίκαια και να περιφέρει το βλέμμα του, αφήνοντας κατά μέρος τις «σέλφι» και τα «τιτιβίσματα». Να συναντήσει το βλέμμα των νέων ανθρώπων δίπλα του, να δει βαθιά μέσα στα μάτια τους, ώσπου να νιώσει την ψυχή τους. Και τότε θα καταλάβει πόσο αδίκησε αυτή την γενιά, αλλά και πόσο μη αναγκαίος τής είναι πια ως συνοδοιπόρος σε μια πορεία αγώνα που ήδη την χάραξε και την πορεύεται.
Τότε θα συνειδητοποιήσει ότι έχει απωλέσει οριστικά το δικαίωμα να της αποτείνει αυτό που είχε πει ο «άγιος της ελληνικής νεολαίας» Περικλής Γιαννόπουλος πριν από 100 και πλέον έτη: «Μνήσθητί μου, Νέε, όταν έλθης εις την ελληνικήν σου βασιλείαν!»